χειρικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirikos | |Transliteration C=cheirikos | ||
|Beta Code=xeiriko/s | |Beta Code=xeiriko/s | ||
|Definition= | |Definition=χειρική, χειρικόν, [[manual]], ἔργα ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1692.5 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />αυτός που γίνεται με τα χέρια, [[χειρωνακτικός]] («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρικῶς</i> Α<br />με τα χέρια. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[χείρ]], <i>χειρός</i>]<br />αυτός που γίνεται με τα χέρια, [[χειρωνακτικός]] («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρικῶς</i> Α<br />με τα χέρια. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρική, χειρικόν, manual, ἔργα POxy.1692.5 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χείρ, χειρός]
αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.).
επίρρ...
χειρικῶς Α
με τα χέρια.