Σαρδώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Sardo
|Transliteration C=Sardo
|Beta Code=&#42;sardw/
|Beta Code=&#42;sardw/
|Definition=ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, <span class="title">Sardinia</span>, <span class="bibl">Hdt.1.170</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 700</span>; the obl. cases are sts. <b class="b3">Σαρδόνος, -όνι, -όνα</b> (as if from <b class="b3">Σαρδών</b>), <span class="bibl">Plb.1.24.5</span> sq., <span class="bibl">1.79.1</span>, etc.; <b class="b3">Σαρδῶνος</b> is f.l. in <span class="bibl">Str.2.4.3</span>: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, <span class="bibl">Hdt.1.166</span>, <span class="bibl">Theoc. 16.86</span>; cf. [[σαρδάνιος]] (hence <b class="b3">Σαρδονία</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[Σαρδώ]], <span class="title">CIG</span>2509.14):—also Σαρδονικός, <span class="bibl">Hdt.2.105</span>, Arist.<b class="b2">Mete.</b>.354a21, <span class="bibl">Poll.5.26</span>: Σαρδώνιος, <span class="bibl">Str.2.4.3</span>, <span class="bibl">2.5.19</span>, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, <b class="b3">ῴα, ῷον</b>, <span class="bibl">Plb. 1.42.6</span>, etc.:—Σαρδοί, οἱ, [[the Sardinians]], <span class="bibl">D.S.21.16</span>; Σαρδῷοι <span class="bibl">Plb.1</span>. <span class="bibl">88.9</span>; <span class=foreign>γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. <span class="title">Sarda</span>, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>35.196</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[a precious stone]], prob. = [[σάρδιον]] or <b class="b3">σαρδόνυξ</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>15</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.6</span>.</span>
|Definition=ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, [[Sardinia]], [[Herodotus|Hdt.]]1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes [[Σαρδόνος]], -όνι, -όνα (as if from [[Σαρδών]]), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; [[Σαρδῶνος]] is [[falsa lectio|f.l.]] in Str.2.4.3: a nom. [[Σαρδώνη]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]([[si vera lectio|s.v.l.]]).-Hence Adj. [[Σαρδόνιος]], [[Herodotus|Hdt.]]1.166, Theoc. 16.86; cf. [[σαρδάνιος]] (hence [[Σαρδονία]]<br><span class="bld">A</span> = [[Σαρδώ]], CIG2509.14):—also [[Σαρδονικός]], [[Herodotus|Hdt.]]2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: [[Σαρδώνιος]], Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; [[Σαρδωνικός]], Lyc.796; [[Σαρδῷος]], [[Σαρδῴα]], [[Σαρδῷον]], Plb. 1.42.6, etc.:—[[Σαρδοί]], οἱ, the [[Sardinians]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]21.16; [[Σαρδῷοι]] Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης [[σάρδης]],= Lat. [[Sarda]], a kind of [[fuller]]'s [[earth]] from [[Sardinia]], Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.<br><span class="bld">II</span> a [[precious]] [[stone]], prob. = [[σάρδιον]] or [[σαρδόνυξ]], Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />[[Sardaigne]].<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ [[Сардиния]] (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Σαρδώ''': ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις [[ἐνίοτε]] φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος [[εἶναι]] πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. [[σαρδάνιος]]· ([[ἐντεῦθεν]] Σαρδονία, = [[Σαρδώ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -[[ὡσαύτως]] Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, [[Πολυδ]]. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς [[εἶναι]] πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις [[λίθος]], [[ἴσως]] ὁ αὐτὸς καὶ [[σάρδιον]] ἢ ὁ [[σαρδόνυξ]], Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.
|lstext='''Σαρδώ''': ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις [[ἐνίοτε]] φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος [[εἶναι]] πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. [[σαρδάνιος]]· ([[ἐντεῦθεν]] Σαρδονία, = [[Σαρδώ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -[[ὡσαύτως]] Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς [[εἶναι]] πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις [[λίθος]], [[ἴσως]] ὁ αὐτὸς καὶ [[σάρδιον]] ἢ ὁ [[σαρδόνυξ]], Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Sardaigne.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όος και -οῡς, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, Σαρδώνη, ἡ, Α<br />η Σαρδηνία.
|mltxt=-όος και -οῦς, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, Σαρδώνη, ἡ, Α<br />η Σαρδηνία.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σαρδώ:''' ἡ, γεν. <i>-όος</i>, συνηρ. <i>-οῦς</i>, δοτ. <i>-οῖ</i>, το [[νησί]] της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως [[εξής]]· <i>Σαρδόνος</i>, <i>-όνι</i>, <i>-όνα</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>Σαρδών</i>), σε Πολύβ.· επίθ. [[Σαρδόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και [[Σαρδονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''Σαρδώ:''' ἡ, γεν. <i>-όος</i>, συνηρ. <i>-οῦς</i>, δοτ. <i>-οῖ</i>, το [[νησί]] της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως [[εξής]]· <i>Σαρδόνος</i>, <i>-όνι</i>, <i>-όνα</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>Σαρδών</i>), σε Πολύβ.· επίθ. [[Σαρδόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και [[Σαρδονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[Sardinia]], Hdt., Ar.; the obl. cases are [[sometimes]] Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. [[Σαρδόνιος]], η, ον, and [[Σαρδονικός]], ή, όν, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />[[Sardinia]], Hdt., Ar.; the obl. cases are [[sometimes]] Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. [[Σαρδόνιος]], η, ον, and [[Σαρδονικός]], ή, όν, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 07:18, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδώ Medium diacritics: Σαρδώ Low diacritics: Σαρδώ Capitals: ΣΑΡΔΩ
Transliteration A: Sardṓ Transliteration B: Sardō Transliteration C: Sardo Beta Code: *sardw/

English (LSJ)

ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, Sardinia, Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; Σαρδῶνος is f.l. in Str.2.4.3: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. σαρδάνιος (hence Σαρδονία
A = Σαρδώ, CIG2509.14):—also Σαρδονικός, Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: Σαρδώνιος, Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, Σαρδῴα, Σαρδῷον, Plb. 1.42.6, etc.:—Σαρδοί, οἱ, the Sardinians, D.S.21.16; Σαρδῷοι Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. Sarda, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.
II a precious stone, prob. = σάρδιον or σαρδόνυξ, Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Sardaigne.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδώ: οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

Σαρδώ: ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος εἶναι πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. σαρδάνιος· (ἐντεῦθεν Σαρδονία, = Σαρδώ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -ὡσαύτως Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς εἶναι πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις λίθος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ σάρδιον ἢ ὁ σαρδόνυξ, Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.

Greek Monolingual

-όος και -οῦς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α
η Σαρδηνία.

Greek Monotonic

Σαρδώ: ἡ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, , -ον και Σαρδονικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Sardinia, Hdt., Ar.; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. Σαρδόνιος, η, ον, and Σαρδονικός, ή, όν, Hdt.