δωσιδικία: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dosidikia | |Transliteration C=dosidikia | ||
|Beta Code=dwsidiki/a | |Beta Code=dwsidiki/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[administration of justice]], IGRom.3.563 (Tlos). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 23:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, administration of justice, IGRom.3.563 (Tlos).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
administración de justicia προστάντα τῆς δωσιδικίας ἴσως καὶ δικαίως TAM 2.583.15 (Tlos I a.C.), cf. OGI 335.83 (Pérgamo II a.C.).
Greek Monolingual
και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία)
νεοελλ.
η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις
αρχ.
το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί.