θεόθυτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theothytos
|Transliteration C=theothytos
|Beta Code=qeo/qutos
|Beta Code=qeo/qutos
|Definition=ον, (θύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[offered to the gods]]: <b class="b3">θεόθυτον, τό</b>, [[a victim]], <span class="bibl">Cratin.417</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Poll.1.29</span> (pl.).</span>
|Definition=θεόθυτον, ([[θύω]]) [[offered to the gods]]: [[θεόθυτον]], τό, a [[victim]], Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, [[Πολυδ]]. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), [[πρβλ]]. [[καλλίθυτος]], [[πάνθυτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόθῠτος Medium diacritics: θεόθυτος Low diacritics: θεόθυτος Capitals: ΘΕΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: theóthytos Transliteration B: theothytos Transliteration C: theothytos Beta Code: qeo/qutos

English (LSJ)

θεόθυτον, (θύω) offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.

Greek (Liddell-Scott)

θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.

Greek Monolingual

θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλίθυτος, πάνθυτος].