συνταρρόομαι: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarroomai
|Transliteration C=syntarroomai
|Beta Code=suntarro/omai
|Beta Code=suntarro/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be full ofinterlacing roots]], ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.7.7</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be full ofinterlacing roots]], ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.7.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνταρρόομαι''': Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, [[ὥστε]] συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.
|lstext='''συνταρρόομαι''': Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, [[ὥστε]] συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

English (LSJ)

Pass., to be full ofinterlacing roots, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία Thphr. CP 3.7.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνταρρόομαι: Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, ὥστε συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.