φίλοιστρος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filoistros
|Transliteration C=filoistros
|Beta Code=fi/loistros
|Beta Code=fi/loistros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving frenzy</b>, ib.<span class="bibl">27.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[loving to inspire with frenzy]], ib.<span class="bibl">32.9</span>.</span>
|Definition=φίλοιστρον,<br><span class="bld">A</span> [[loving frenzy]], ib.27.13.<br><span class="bld">II</span> [[loving to inspire with frenzy]], ib.32.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από [[μανία]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη [[έκσταση]] η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶστρος]] «[[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>οιστρος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από [[μανία]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη [[έκσταση]] η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶστρος]] «[[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]» ([[πρβλ]]. [[πάροιστρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

English (LSJ)

φίλοιστρον,
A loving frenzy, ib.27.13.
II loving to inspire with frenzy, ib.32.9.

German (Pape)

[Seite 1280] Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοιστρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάροιστρος)].