περιμάχητος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=περιμᾰ́χητος | ||
|Medium diacritics=περιμάχητος | |Medium diacritics=περιμάχητος | ||
|Low diacritics=περιμάχητος | |Low diacritics=περιμάχητος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perimachitos | |Transliteration C=perimachitos | ||
|Beta Code=perima/xhtos | |Beta Code=perima/xhtos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον, [[fought about]], [[fought for]], ταῖσι φυλαῖς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]'' 1404; <b class="b3">τοῖς πολλοῖς [ὕδωρ]</b> Th.7.84; [πενία] ἥκιστα περιμάχητον not [[a thing one would fight for]], X.''Smp.''3.9, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 521a, ''Lg.''678e; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ περιμάχητος γεγενημένη Isoc.8.65, cf. 7.24, 10.17; <b class="b3">τὰ περιμάχητα ἀγαθά</b> [[such as are matters of contention]], [[highly prized]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1169a21, cf. ''Pol.''1271b8, ''Rh.''1363a8, Epicur.''Sent. Vat.''45: Sup. περιμαχητότατος Isoc.9.40, Plu.''Lyc.''26: in Ar.''Th.''319, [[πόλις]] περιμάχητος, prob. with collat. sense of [[fought around]], [[surrounded by battle]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] [[umstritten]]; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; [[sehr geschätzt]], [[gesucht]], [[wünschenswert]], Xen. Conv. 3, 9; [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ [[περιμάχητος]] ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> [[digne d'être disputé]], [[désirable]], [[enviable]].<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] [[waarvoor men strijdt]], [[felbegeerd]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιμάχητος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[являющийся предметом борьбы]], [[оспариваемый]] (друг у друга): [[ταῖσι]] φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ [[τροφή]] Plat. в пище недостатка не было;<br /><b class="num">2</b> [[желанный]], [[вожделенный]] (ὑπὸ πάντων [[ἐρώμενος]] καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[страстно борющийся]], [[страстный]], [[неукротимый]] ([[φιλοπλουτία]] καὶ [[φιληδονία]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περιμάχητος]], -ον, ΝΑ [[περιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] ή την [[κατάκτηση]] του οποίου μάχονται πολλοί, [[περιζήτητος]] (α. «το περιμάχητο [[αξίωμα]]» β. «[[ὕδωρ]]... καὶ περιμάχητον ἦν | |mltxt=-η, -ο / [[περιμάχητος]], -ον, ΝΑ [[περιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] ή την [[κατάκτηση]] του οποίου μάχονται πολλοί, [[περιζήτητος]] (α. «το περιμάχητο [[αξίωμα]]» β. «[[ὕδωρ]]... καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς», <b>Θουκ.</b><br />γ. «[[πανία]] ἥκιστα περιμάχητον», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιμάχητος''': [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται [[μάχη]], περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς ([[ὕδωρ]]) Θουκ. 7. 84· [[πενία]] ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· [[δυναστεία]] ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, [[πόλις]] π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται [[μάχη]], περιβαλλομένη μάχαις. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-μᾰ́χητος, ον, [[μάχομαι]]<br />fought [[about]], fought for or to be fought for, Ar., Thuc.; οὐ περιμαχητόν not a [[thing]] one would [[fight]] for, Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[an object for fighting about]], [[an object of rivalry]] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[de quo pugnatur]]'', [[over which the fighting is]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.84.5/ 7.84.5]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 16 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fought about, fought for, ταῖσι φυλαῖς Ar.Av. 1404; τοῖς πολλοῖς [ὕδωρ] Th.7.84; [πενία] ἥκιστα περιμάχητον not a thing one would fight for, X.Smp.3.9, cf. Pl.R. 521a, Lg.678e; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ περιμάχητος γεγενημένη Isoc.8.65, cf. 7.24, 10.17; τὰ περιμάχητα ἀγαθά such as are matters of contention, highly prized, Arist.EN 1169a21, cf. Pol.1271b8, Rh.1363a8, Epicur.Sent. Vat.45: Sup. περιμαχητότατος Isoc.9.40, Plu.Lyc.26: in Ar.Th.319, πόλις περιμάχητος, prob. with collat. sense of fought around, surrounded by battle.
German (Pape)
[Seite 582] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswert, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;
2 digne d'être disputé, désirable, enviable.
Étymologie: περιμάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] waarvoor men strijdt, felbegeerd.
Russian (Dvoretsky)
περιμάχητος: (ᾰ)
1 являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга): ταῖσι φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ τροφή Plat. в пище недостатка не было;
2 желанный, вожделенный (ὑπὸ πάντων ἐρώμενος καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);
3 страстно борющийся, страстный, неукротимый (φιλοπλουτία καὶ φιληδονία Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο / περιμάχητος, -ον, ΝΑ περιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση ή την κατάκτηση του οποίου μάχονται πολλοί, περιζήτητος (α. «το περιμάχητο αξίωμα» β. «ὕδωρ... καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς», Θουκ.
γ. «πανία ἥκιστα περιμάχητον», Ξεν.).
Greek Monotonic
περιμάχητος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός για τον οποίο γίνεται μάχη, σε Αριστοφ., Θουκ.· οὐ περιμαχητόν, πράγμα για το οποίο δεν θα πολεμούσε κάποιος, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάχητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται μάχη, περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς (ὕδωρ) Θουκ. 7. 84· πενία ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, πόλις π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται μάχη, περιβαλλομένη μάχαις.
Middle Liddell
περι-μᾰ́χητος, ον, μάχομαι
fought about, fought for or to be fought for, Ar., Thuc.; οὐ περιμαχητόν not a thing one would fight for, Xen.
English (Woodhouse)
an object for fighting about, an object of rivalry