νεοσσός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neossos
|Transliteration C=neossos
|Beta Code=neosso/s
|Beta Code=neosso/s
|Definition=Att. νεοττ-, ὁ, (νέος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[young bird]], [[nestling]], [[chick]], <span class="bibl">Il.2.311</span>, <span class="bibl">9.323</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>425</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>835</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>2.24</span>, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">any young animal</b>, as a young crocodile, <span class="bibl">Hdt.2.68</span>; of young children, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>256</span>, <span class="bibl">501</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>403</span> (lyr.), al., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>776a</span>: fem., <b class="b3">ἦν νεοττὸς καὶ νέα</b> (sc. Lais) <span class="bibl">Epicr.3.15</span>: in pl., [[young bees]], <span class="bibl">X. <span class="title">Oec.</span>7.34</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>624a22</span>; <b class="b3">Ἄρεως ν</b>., of the cock, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>835</span> (also ironically, of a person, <span class="bibl">Pl.Com.104</span>): collective, <b class="b3">ἵππου ν</b>. the horse's [[brood]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>825</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[yolk]] of an egg, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>565a3</span>, Orac. ap. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.344</span>; cf. [[νεοττίον]].—The disyll. form νοσσός is cited in <span class="title">AB</span>109 from <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>113</span> and occurs in S.<span class="title">Oxy.</span>2081 (<b class="b2">b) Fr</b>.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as <b class="b3">ἀδόκιμα</b> by Phryn.182.</span>
|Definition=Att. [[νεοττός]], ὁ, ([[νέος]])<br><span class="bld">A</span> [[young]] [[bird]], [[nestling]], [[chick]], Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες νεοσσοί Plu.2.48a.<br><span class="bld">2</span> any [[young]] [[animal]], as a young [[crocodile]], [[Herodotus|Hdt.]]2.68; of [[young]] [[children]], A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., [[ἦν]] νεοττὸς καὶ [[νέα]] (''[[sc.]]'' Lais) Epicr.3.15: in plural, νεοσσοί = [[young]] [[bee]]s, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; [[Ἄρεως νεοσσός]], of the [[cock]], Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, [[ἵππου νεοσσός]] = the [[horse]]'s [[brood]], A.Ag.825.<br><span class="bld">3</span> [[yolk]] of an [[egg]], Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. [[νεοττίον]].—The disyll. form [[νοσσός]] is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as [[ἀδόκιμος|ἀδόκιμα]] by Phryn.182.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von [[νέος]] u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Tier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Tieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von [[νέος]] u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit d'un oiseau, <i>ou en gén.</i> d'un animal ; <i>p. ext.</i> [[enfant]], [[rejeton]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσσός:''' атт. [[νεοττός]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[птенец]] Hom., Soph., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[детеныш]] (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[дитя]], [[отпрыск]] (πατρός Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσός''': Ἀττ. νεοττός, ὁ, ([[νέος]]) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.· ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] νέον [[ζῷον]], [[οἷον]] μικρὸς τὴν ἡλικίαν [[κροκόδειλος]], Ἡρόδ. 2. 68· ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α· - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11· - Ἄρεος ν., [[ὀρνίθιον]], δηλ. [[τέκνον]] τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς [[παῖς]], Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6· ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἵππου ν., ὁ [[γόνος]] τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ [[δισύλλαβος]] [[τύπος]] νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2· - [[ἅπερ]] θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀδόκιμα, πρβλ. [[νεοσσεύω]] ἐν τέλ.
|lstext='''νεοσσός''': Ἀττ. νεοττός, ὁ, ([[νέος]]) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.· ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] νέον [[ζῷον]], [[οἷον]] μικρὸς τὴν ἡλικίαν [[κροκόδειλος]], Ἡρόδ. 2. 68· ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α· - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11· - Ἄρεος ν., [[ὀρνίθιον]], δηλ. [[τέκνον]] τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς [[παῖς]], Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6· ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἵππου ν., ὁ [[γόνος]] τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ [[δισύλλαβος]] [[τύπος]] νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2· - [[ἅπερ]] θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀδόκιμα, πρβλ. [[νεοσσεύω]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit d’un oiseau, <i>ou en gén.</i> d’un animal ; <i>p. ext.</i> enfant, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νεοσσός]] και [[νοσσός]], Α αττ. τ. [[νεοττός]])<br /><b>1.</b> (γενικά) μικρό [[πουλί]] που [[μόλις]] βγήκε από το [[αβγό]] του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή ζώο που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογνό]] ζώου ή ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) μικρό [[κοτόπουλο]], [[κλωσσοπούλι]], κλωσσόπουλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... [[νεοσσός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως θηλ.) ἡ [[νεοττός]]<br />λεγόταν σχετικά με την [[εταίρα]] Λαΐδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἵππου [[νεοττός]]»<br /><b>(περιλπτ.)</b> το άριστο και ακμαίο ιππικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του [[νέος]], που θυμίζει τα [[περισσός]], [[ἔπισσαι]]. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό <i>kyo</i>- του [[κεῖμαι]] δεν φαίνεται πειστική].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νεοσσός]] και [[νοσσός]], Α αττ. τ. [[νεοττός]])<br /><b>1.</b> (γενικά) μικρό [[πουλί]] που [[μόλις]] βγήκε από το [[αβγό]] του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή ζώο που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογνό]] ζώου ή ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) μικρό [[κοτόπουλο]], [[κλωσσοπούλι]], κλωσσόπουλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου («καλοῦμαι ὁ σός... [[νεοσσός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως θηλ.) ἡ [[νεοττός]]<br />λεγόταν σχετικά με την [[εταίρα]] Λαΐδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἵππου [[νεοττός]]»<br /><b>(περιλπτ.)</b> το άριστο και ακμαίο ιππικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του [[νέος]], που θυμίζει τα [[περισσός]], [[ἔπισσαι]]. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό <i>kyo</i>- του [[κεῖμαι]] δεν φαίνεται πειστική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοσσός:''' ὁ ([[νέος]]), Αττ. [[νεοττός]],<br /><b class="num">1.</b> κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] νεαρό ζώο, όπως ο [[νεαρός]] [[κροκόδειλος]], σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''νεοσσός:''' ὁ ([[νέος]]), Αττ. [[νεοττός]],<br /><b class="num">1.</b> κλωσόπουλο, [[πουλάκι]], κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] νεαρό ζώο, όπως ο [[νεαρός]] [[κροκόδειλος]], σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσσός:''' атт. [[νεοττός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> птенец Hom., Soph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> дитя, отпрыск (πατρός Aesch.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">the young of birds, also of other animals and man</b> (Il.); <b class="b2">yolk of an egg</b> (Arist.).<br />Other forms: also <b class="b3">νοσσός</b> (Schwyzer 253 w. lit.), Att. <b class="b3">νεοττός</b>.<br />Compounds: Some compp., e.g. <b class="b3">ν(ε)οσσο-τροφέω</b> (<b class="b3">-ττ-</b>) <b class="b2">rear young birds</b> (Ar.).<br />Derivatives: 1. Diminut.: <b class="b3">ν(ε)οσσίον</b>, <b class="b3">-ττ-</b> [[chicken]], also metaph. <b class="b2">yolk of an egg</b> (Ar., Arist., Thphr.); <b class="b3">-σσίς</b>, <b class="b3">-ττίς</b> f. <b class="b2">id.</b>, also as PN (com., Arist., AP), as designation of a shoe (Herod. 7, 57; prob. from the PN). -- 2. collective <b class="b3">ν(ε)οσσιή</b> (Ion.), <b class="b3">-ττιά</b> (Att.), <b class="b3">νοσσιά</b> (hell.) [[brood]], also [[lair]] (Herod.), [[beehive]] (LXX). -- 3. Denomin. verb <b class="b3">ν(ε)οσσεύω</b>, <b class="b3">-ττεύω</b> [[brood]], [[nestle]] (IA.) with <b class="b3">νεοττεία</b>, <b class="b3">-ττευσις</b> [[brooding]], [[nestle]] (Arist.). -- 4. PN <b class="b3">Νόσσος</b>, <b class="b3">Νοσσώ</b>, <b class="b3">Νοσσικᾶς</b> (inscr.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation from <b class="b3">νέος</b>; cf. <b class="b3">περισσός</b>, <b class="b3">ἔπισσαι</b>, <b class="b3">μέτασσαι</b>. The last two are also semantically not far off; s. Schulze Kl. Schr. 675. To be rejected Brugmann IF 17, 351 ff.: from <b class="b3">*νεο-κι̯-ος</b> "(Germ.) Neulieger", compound with the zero grade of <b class="b3">κεῖμαι</b>. Cf. also Schwyzer 320, who calls it "unsicher"; DELG also keeps the possibility of a compound open. Unclear. - Prob. with a suffix -ti̯o- as in Hitt. apezzii̯as.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[the young of birds]], [[also of other animals and man]] (Il.); [[yolk of an egg]] (Arist.).<br />Other forms: also [[νοσσός]] (Schwyzer 253 w. lit.), Att. [[νεοττός]].<br />Compounds: Some compp., e.g. <b class="b3">ν(ε)οσσο-τροφέω</b> (<b class="b3">-ττ-</b>) [[rear young birds]] (Ar.).<br />Derivatives: 1. Diminut.: <b class="b3">ν(ε)οσσίον</b>, <b class="b3">-ττ-</b> [[chicken]], also metaph. [[yolk of an egg]] (Ar., Arist., Thphr.); <b class="b3">-σσίς</b>, <b class="b3">-ττίς</b> f. <b class="b2">id.</b>, also as PN (com., Arist., AP), as designation of a shoe (Herod. 7, 57; prob. from the PN). -- 2. collective <b class="b3">ν(ε)οσσιή</b> (Ion.), <b class="b3">-ττιά</b> (Att.), [[νοσσιά]] (hell.) [[brood]], also [[lair]] (Herod.), [[beehive]] (LXX). -- 3. Denomin. verb <b class="b3">ν(ε)οσσεύω</b>, <b class="b3">-ττεύω</b> [[brood]], [[nestle]] (IA.) with [[νεοττεία]], <b class="b3">-ττευσις</b> [[brooding]], [[nestle]] (Arist.). -- 4. PN [[Νόσσος]], [[Νοσσώ]], [[Νοσσικᾶς]] (inscr.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation from [[νέος]]; cf. [[περισσός]], [[ἔπισσαι]], [[μέτασσαι]]. The last two are also semantically not far off; s. Schulze Kl. Schr. 675. To be rejected Brugmann IF 17, 351 ff.: from <b class="b3">*νεο-κι̯-ος</b> "(Germ.) Neulieger", compound with the zero grade of [[κεῖμαι]]. Cf. also Schwyzer 320, who calls it "unsicher"; DELG also keeps the possibility of a compound open. Unclear. - Prob. with a suffix -ti̯o- as in Hitt. apezzii̯as.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεοσσός]], αττιξ [[νεοττός]], οῦ, ὁ, [[νέος]]<br /><b class="num">1.</b> a [[young]] [[bird]], [[nestling]], [[chick]], Il., Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> any [[young]] [[animal]], as a [[young]] [[crocodile]], Hdt.; of [[young]] children, Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[νεοσσός]], ''Att.'' [[νεοττός]], οῦ, ὁ, [[νέος]]<br /><b class="num">1.</b> a [[young]] [[bird]], [[nestling]], [[chick]], Il., Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> any [[young]] [[animal]], as a [[young]] [[crocodile]], Hdt.; of [[young]] children, Aesch., Eur.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νεοσσός''': {neossós}<br />'''Forms''': auch [[νοσσός]] (Schwyzer 253 m. Lit.), att. [[νεοττός]]<br />'''Meaning''': [[das Junge von Vögeln]], [[auch von anderen Tieren und von Menschen]] (seit Il.), [[Eigelb]] (Arist. u.a.).<br />'''Composita''' : Einige Kompp., z.B. ν(ε)οσσοτροφέω (-ττ-) [[Vogeljunge aufziehen]] (Ar. u.a.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. Deminutiva: ν(ε)οσσίον, -ττ- [[Küchlein]], auch übertr. [[Eigelb]] (Ar., Arist., Thphr. u.a.); -σσίς, -ττίς f. ib., auch als PN (Kom., Arist., ''AP''), als Bez. eines Schuhes (Herod. 7, 57; wohl aus dem PN). — 2. Kollektivum ν(ε)οσσιή (ion.), -ττιά (att.), νοσσιά (hell.) [[Brut]], [[Nest]], auch [[Lager]] (Herod.), [[Bienenkorb]] (LXX). — 3. Denominatives Verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω [[hecken]], [[brüten]], [[nisten]] (ion. att. usw.) mit [[νεοττεία]], -ττευσις [[das Hecken]], [[Nisten]] (Arist.). — 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (Inschr.).<br />'''Etymology''' : Bildung von [[νέος]]; vgl. [[περισσός]], [[ἔπισσαι]], [[μέτασσαι]]. Die beiden letzteren liegen auch begrifflich nicht fern; s. Schulze Kl. Schr. 675. Abzulehnen Brugmann IF 17, 351 ff. : aus *νεοκι̯-ος "Neulieger", Zusammenbildung mit der Schwundstufe von [[κεῖμαι]]. Vgl. auch Schwyzer 320.<br />'''Page''' 2,307
|ftr='''νεοσσός''': {neossós}<br />'''Forms''': auch [[νοσσός]] (Schwyzer 253 m. Lit.), att. [[νεοττός]]<br />'''Meaning''': [[das Junge von Vögeln]], [[auch von anderen Tieren und von Menschen]] (seit Il.), [[Eigelb]] (Arist. u.a.).<br />'''Composita''': Einige Kompp., z.B. ν(ε)οσσοτροφέω (-ττ-) [[Vogeljunge aufziehen]] (Ar. u.a.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. Deminutiva: ν(ε)οσσίον, -ττ- [[Küchlein]], auch übertr. [[Eigelb]] (Ar., Arist., Thphr. u.a.); -σσίς, -ττίς f. ib., auch als PN (Kom., Arist., ''AP''), als Bez. eines Schuhes (Herod. 7, 57; wohl aus dem PN). — 2. Kollektivum ν(ε)οσσιή (ion.), -ττιά (att.), νοσσιά (hell.) [[Brut]], [[Nest]], auch [[Lager]] (Herod.), [[Bienenkorb]] (LXX). — 3. Denominatives Verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω [[hecken]], [[brüten]], [[nisten]] (ion. att. usw.) mit [[νεοττεία]], -ττευσις [[das Hecken]], [[Nisten]] (Arist.). — 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (Inschr.).<br />'''Etymology''': Bildung von [[νέος]]; vgl. [[περισσός]], [[ἔπισσαι]], [[μέτασσαι]]. Die beiden letzteren liegen auch begrifflich nicht fern; s. Schulze Kl. Schr. 675. Abzulehnen Brugmann IF 17, 351 ff.: aus *νεοκι̯-ος "Neulieger", Zusammenbildung mit der Schwundstufe von [[κεῖμαι]]. Vgl. auch Schwyzer 320.<br />'''Page''' 2,307
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':neossÒj 尼哦所士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':幼雛,雛鴿,雛鳥,雛;源自([[νέος]])*=新)<br />'''同源字''':1) ([[νεοσσός]] / [[νοσσός]])幼雛 2) ([[νοσσιά]])孵雛 3) ([[νοσσίον]])小雞<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 雛(1) 路2:24
|sngr='''原文音譯''':neossÒj 尼哦所士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':幼雛,雛鴿,雛鳥,雛;源自([[νέος]])*=新)<br />'''同源字''':1) ([[νεοσσός]] / [[νοσσός]])幼雛 2) ([[νοσσιά]])孵雛 3) ([[νοσσίον]])小雞<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 雛(1) 路2:24
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[callow young]], [[of birds]], [[unfledged young]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[νεογέννητο]]). Ἀπό τό [[νέος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ τό [[polluelo]] λαβὼν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ἀπόπνιξον ζῷα ζʹ, ἕνα ἀλεκτρυόνα, ὄρτυγα, ... καὶ τὰ ἐμπεσόντα σοι νεοσσὰ δύο <b class="b3">toma el primer día siete animales y estrangúlalos, un gallo, una codorniz y dos polluelos que lleguen a tus manos</b> P XII 31 ποιῶν τὴν τελετὴν κατάφαγε τὸν νεοσσὸν μόνος <b class="b3">al realizar la ceremonia, cómete al polluelo tú solo</b> P XII 37
}}
{{trml
|trtx====young chicken===
Arabic: صُوص‎, فَرُّوج‎; Egyptian Arabic: كتكوت‎; Gulf Arabic: كتكوت‎; Hijazi Arabic: كتكوت‎, صُوص‎; Moroccan Arabic: فلوس‎; Armenian: ճուտ; Bashkir: себеш; Basque: txita; Belarusian: кураня, куранё; Bulgarian: пиле; Burmese: ကြက်ကလေး; Catalan: pollet, butza; Central Atlas Tamazight: ⴰⵛⵉⵛⴰⵡ; Central Dusun: piak; Chinese Mandarin: 雛, 雏, 小雞, 小鸡; Czech: kuře; Danish: kylling; Dupaningan Agta: piyak; Dutch: [[kuiken]]; Esperanto: kokido; Estonian: kanapoeg; Finnish: kananpoika, tipu; French: [[poussin]]; Friulian: poleç; Galician: frango, piouco, poliño, policho, pito, pitiño; Georgian: წიწილა, ბარტყი; German: [[Küken]], [[Biberl]], [[Kücken]], [[Hinkel]], [[Hühnchen]], Küchlein, Küklein; Greek: [[κοτοπουλάκι]], [[κλωσσοπουλάκι]], [[κλωσσόπουλο]]; Hebrew: אֶפְרוֹחַ‎ or פַּרְגִּית‎; Hungarian: csibe, naposcsibe, kiscsibe, kiscsirke, pipi; Ido: hanyuno; Italian: [[pulcino]]; Japanese: 雛; Korean: 병아리; Latgalian: cuoļs; Latvian: cālis, cālēns; Lithuanian: viščiukas; Low German Dutch Low Saxon: piek; German Low German: Küken; Macedonian: пиле, коковче; Malay: anak ayam; Maltese: fellus; Manchu: ᡧᠣᡵᡥᠣ; Mazanderani: چینکا‎; Mongolian: цурваг; Norwegian: kylling; Bokmål: kylling; Persian: جوجه‎; Polish: kurczak, kurczątko; Portuguese: [[pintinho]], [[pintainho]], [[pinto]]; Quechua: ciuci; Romanian: pui; Russian: [[цыплёнок]]; Scottish Gaelic: isean, eireag; Serbo-Croatian Cyrillic: пиле, пилић, пиленцe; Roman: pile, pilić, pilence; Sicilian: puḍḍicinu; Slovak: kurča; Slovene: pišče; Spanish: [[pollito]]; Swahili: kifaranga; Tamil: கோழிக்குஞ்சு; Tashelhit: ⴰⵛⵉⵛⴰⵡ; Telugu: కోడి పిల్ల; Turkish: civciv; Ukrainian: курча, курчатко; Volapük: gokül; Walloon: poyon; Wolof: cuuj bi; Zazaki: varing, dikleyr
===young bird===
Adyghe: кӏэтжъый; Albanian: zogth; Arabic: فَرْخ‎; Egyptian Arabic: فرخ‎; Armenian: ճուտ; Aromanian: pulj, puljiu, pulju; Azerbaijani: cücə; Bashkir: бала, себеш; Belarusian: птушаня, птушанё; Bikol Central: siwo; Bulgarian: пиленце, пиле; Chinese Mandarin: 雛鳥, 雏鸟, 小雛兒, 小雏儿; Czech: kuře, ptáče; Danish: fugleunge, ungfugl; Dutch: [[kuiken]]; Esperanto: birdido; Finnish: linnunpoika, linnunpoikanen; untuvikko; French: [[oisillon]]; Galician: pito, polo, piouco; Georgian: ბარტყი; German: [[Küken]], [[Vogeljunges]], [[Jungvogel]]; Greek: [[νεοσσός]], [[νεαρό πουλί]], [[πουλάκι]]; Ancient Greek: [[νεοσσός]]; Hebrew: אֶפְרוֹחַ‎, גּוֹזָל‎; Hungarian: kismadár, fióka; Ido: ucelyuno; Italian: [[pulcino]]; Japanese: 雛; Kazakh: балапан; Korean: 새끼새; Kumyk: жюжек, жижек, чӀикӀа, жига; Kurdish Central Kurdish: جوجْک‎; Kyrgyz: балапан; Latgalian: cuoļs; Latin: [[pullus]]; Latvian: cālis, cālēns; Lithuanian: paukščiukas; Macedonian: пиле; Malay: anak burung; Maltese: ferħ, ferħa; Maranao: piyak; Mi'kmaq: go'qoli'gweji'j anim; Norwegian: fugleunge; Bokmål: fugleunge, kylling; Old English: bridd; Persian: جوجه‎; Polish: pisklę; Portuguese: [[filhote de ave]]; Quechua: ciuci, chillwi; Romanian: pui; Russian: [[птенец]]; Scottish Gaelic: isean, eireag, bigean, pùdach; Serbo-Croatian Cyrillic: птић, птиче, птичица, пиле, потркушац, чучавац; Roman: ptić, ptiče, ptičica, pile, potrkušac, čučavac; Sicilian: puḍḍicinu, aciḍḍuzzu, uciḍḍuzzu; Slovak: vtáča, vtáčatko; Slovene: ptičji mladič; Spanish: [[polluelo]], [[pollo]], [[pichón]]; Swedish: fågelunge; Tagalog: sisiw; Tajik: чӯҷа; Tamil: குஞ்சு; Ukrainian: пташеня, пташа; Uzbek: joʻja; Volapük: bödül; Walloon: djonne; Zazaki: leyr, leyrek, cure
===[[yolk]]===
Adyghe: кӏэнкӏэ кугъу; Afrikaans: eiergeel, dooier; Albanian: verdhë veze; Arabic: صَفَار اَلْبَيْض‎, أَصْفَر اَلْبَيْض‎, مُحّ‎; Egyptian Arabic: صفار‎; Hijazi Arabic: صفار‎; Armenian: դեղնուց; Aromanian: gãlbinush; Assamese: কুহুম; Asturian: yema; Azerbaijani: yumurta sarısı; Basque: gorringo; Bau Bidayuh: sikonang; Belarusian: жаўток; Bengali: কুসুম; Breton: melen-vi; Bulgarian: жълтък; Burmese: အနှစ်; Catalan: rovell; Cebuano: pughak; Central Melanau: kunieng teloh; Chinese Cantonese: 蛋黃/蛋黄, 黃/黄; Mandarin: 蛋黃/蛋黄; Czech: žloutek; Danish: æggeblomme; Dutch: [[dooier]], [[eidooier]], [[eigeel]], [[eierdooier]]; English: [[yolk]], [[egg yolk]], [[yolk of an egg]]; Erzya: алтюжа; Esperanto: ovoflavo; Faroese: reyði, eggjareyði; Finnish: munankeltuainen, keltuainen, ruskuainen; French: [[jaune d'œuf]], [[jaune]], [[moyeu]]; Galician: xema; Georgian: კვერცხის გული; German: [[Dotter]], [[Eidotter]], [[Eigelb]], [[Gelbei]]; Greek: [[κρόκος]], [[κροκάδι]]; Ancient Greek: [[ἐρυθρόν]], [[κρόκος]], [[λέκιθος]], [[νεοσσίον]], [[νεόσσιον]], [[νεοσσός]], [[νεοττίον]], [[νεόττιον]], [[νεοττός]], [[νοσσίον]], [[νοσσός]], [[πορτάκινον]], [[τὸ ἐρυθρόν]], [[τὸ ἐρυθρόν τοῦ ᾠοῦ]], [[τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ]], [[τὸ ὠχρόν]], [[τὸ ὠχρόν τοῦ ᾠοῦ]], [[ᾠοῦ τὸ πυρρόν]], [[ᾠοῦ τὸ χλωρόν]], [[ὠχρόν]]; Hebrew: חֶלְמוֹן‎; Hiligaynon: batog; Hindi: ज़रदी, ज़र्दी; Hungarian: tojássárgája, sárgája, szik; Icelandic: eggjarauða, eggjablómi; Ido: vitelo; Indonesian: kuning telur; Ingrian: ruskulain; Irish: buíocán; Italian: [[tuorlo]], [[rosso d'uovo]]; Japanese: 卵黄, 黄身, 蛋黄; Kabardian: джэдыкӏэ кугъуэ; Kabuverdianu: jéma; Kalmyk: өндгн; Khün: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵; Kinaray-a: batog; Korean: 노른자, 난황(卵黃); Kurdish Central Kurdish: زەردێنە‎; Northern Kurdish: zerik, zerika hêkê; Lao: ມອນໄຂ່, ໄຂ່ແດງ; Latin: [[vitellus]], [[vitellum]]; Latvian: dzeltenums; Lithuanian: trynys; Low German: Dodder, Eigeel; Lü: ᦙᦸᧃᦺᦃᧈ, ᦺᦃᧈᦡᦶᧂ; Luxembourgish: Dueder, Eegiel; Macedonian: жолчка; Maguindanao: mariga sa leman; Malay: kuning telur, yolka; Maltese: l-isfar tal-bajd; Manchu: ᠶᠣᡥᠣ; Mongolian: ѳндѳгний шар; Northern Thai: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵, ᨡᩱ᩵ᨯᩯ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: eggeplomme, plomme; Nynorsk: eggeplomme; Old English: ġeoloca; Ossetian: айчы бур; Ottoman Turkish: یومورطه صاریسی‎; Persian: زرده‎; Polish: żółtko; Portuguese: [[gema]]; Romanian: gălbenuș; Romansch: mellen d'ov, mellen d'iev, melen d'ov, mellan d'öv, gelg d'öv; Russian: [[желток]]; Scottish Gaelic: buidheagan; Serbo-Croatian Cyrillic: жуманце, жуманaц, жумањак; Roman: žumance, žumanac, žumánjak; Shan: မွၼ်းၶႆႇ, ၶႆႇလႅင်; Slovak: žĺtok; Slovene: rumenjak; Sorbian Lower Sorbian: cenk; Upper Sorbian: žołtk, žołte, čwork; Spanish: [[yema]]; Swedish: äggula, gula; Sylheti: ꠇꠥ; Tagalog: pula ng itlog, apyak, burok; Tahitian: reʻa; Tai Dam: ꪣꪮꪙꪼꪎ꪿, ꪼꪎ꪿ꪵꪒꪉ; Tarifit: rmeḥḥ; Thai: ไข่แดง; Turkish: yumurta sarısı; Ukrainian: жовток; Urdu: زَرْدِی‎; Uzbek: tuxumning sarig'i; Vietnamese: lòng đỏ; Walloon: djaene d'oû, ploumete, cassete, moyoû; Welsh: melynwy; Yakan: igad; Yiddish: געלכל‎; Zhuang: gyaeqhenj, gyaeqhak, myonzlieng, hakhenj; ǃXóõ: ǁáa
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 18 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσός Medium diacritics: νεοσσός Low diacritics: νεοσσός Capitals: ΝΕΟΣΣΟΣ
Transliteration A: neossós Transliteration B: neossos Transliteration C: neossos Beta Code: neosso/s

English (LSJ)

Att. νεοττός, ὁ, (νέος)
A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες νεοσσοί Plu.2.48a.
2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in plural, νεοσσοί = young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως νεοσσός, of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου νεοσσός = the horse's brood, A.Ag.825.
3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.

German (Pape)

[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Tier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Tieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit d'un oiseau, ou en gén. d'un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσός: атт. νεοττός
1 птенец Hom., Soph., Plat.;
2 детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);
3 дитя, отпрыск (πατρός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.· ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68· ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α· - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11· - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6· ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2· - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.

English (Autenrieth)

(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)

Spanish

polluelo

English (Strong)

from νέος; a youngling (nestling): young.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)
1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)
2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου
νεοελλ.
(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλο
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῦμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)
3. (ως θηλ.) ἡ νεοττός
λεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα
4. φρ. «ἵππου νεοττός»
(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό kyo- του κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

νεοσσός: ὁ (νέος), Αττ. νεοττός,
1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the young of birds, also of other animals and man (Il.); yolk of an egg (Arist.).
Other forms: also νοσσός (Schwyzer 253 w. lit.), Att. νεοττός.
Compounds: Some compp., e.g. ν(ε)οσσο-τροφέω (-ττ-) rear young birds (Ar.).
Derivatives: 1. Diminut.: ν(ε)οσσίον, -ττ- chicken, also metaph. yolk of an egg (Ar., Arist., Thphr.); -σσίς, -ττίς f. id., also as PN (com., Arist., AP), as designation of a shoe (Herod. 7, 57; prob. from the PN). -- 2. collective ν(ε)οσσιή (Ion.), -ττιά (Att.), νοσσιά (hell.) brood, also lair (Herod.), beehive (LXX). -- 3. Denomin. verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω brood, nestle (IA.) with νεοττεία, -ττευσις brooding, nestle (Arist.). -- 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation from νέος; cf. περισσός, ἔπισσαι, μέτασσαι. The last two are also semantically not far off; s. Schulze Kl. Schr. 675. To be rejected Brugmann IF 17, 351 ff.: from *νεο-κι̯-ος "(Germ.) Neulieger", compound with the zero grade of κεῖμαι. Cf. also Schwyzer 320, who calls it "unsicher"; DELG also keeps the possibility of a compound open. Unclear. - Prob. with a suffix -ti̯o- as in Hitt. apezzii̯as.

Middle Liddell

νεοσσός, Att. νεοττός, οῦ, ὁ, νέος
1. a young bird, nestling, chick, Il., Soph., etc.
2. any young animal, as a young crocodile, Hdt.; of young children, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

νεοσσός: {neossós}
Forms: auch νοσσός (Schwyzer 253 m. Lit.), att. νεοττός
Meaning: das Junge von Vögeln, auch von anderen Tieren und von Menschen (seit Il.), Eigelb (Arist. u.a.).
Composita: Einige Kompp., z.B. ν(ε)οσσοτροφέω (-ττ-) Vogeljunge aufziehen (Ar. u.a.).
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: ν(ε)οσσίον, -ττ- Küchlein, auch übertr. Eigelb (Ar., Arist., Thphr. u.a.); -σσίς, -ττίς f. ib., auch als PN (Kom., Arist., AP), als Bez. eines Schuhes (Herod. 7, 57; wohl aus dem PN). — 2. Kollektivum ν(ε)οσσιή (ion.), -ττιά (att.), νοσσιά (hell.) Brut, Nest, auch Lager (Herod.), Bienenkorb (LXX). — 3. Denominatives Verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω hecken, brüten, nisten (ion. att. usw.) mit νεοττεία, -ττευσις das Hecken, Nisten (Arist.). — 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (Inschr.).
Etymology: Bildung von νέος; vgl. περισσός, ἔπισσαι, μέτασσαι. Die beiden letzteren liegen auch begrifflich nicht fern; s. Schulze Kl. Schr. 675. Abzulehnen Brugmann IF 17, 351 ff.: aus *νεοκι̯-ος "Neulieger", Zusammenbildung mit der Schwundstufe von κεῖμαι. Vgl. auch Schwyzer 320.
Page 2,307

Chinese

原文音譯:neossÒj 尼哦所士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:年輕(著)
字義溯源:幼雛,雛鴿,雛鳥,雛;源自(νέος)*=新)
同源字:1) (νεοσσός / νοσσός)幼雛 2) (νοσσιά)孵雛 3) (νοσσίον)小雞
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 雛(1) 路2:24

English (Woodhouse)

callow young, of birds, unfledged young

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=νεογέννητο). Ἀπό τό νέος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Léxico de magia

ὁ τό polluelo λαβὼν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ἀπόπνιξον ζῷα ζʹ, ἕνα ἀλεκτρυόνα, ὄρτυγα, ... καὶ τὰ ἐμπεσόντα σοι νεοσσὰ δύο toma el primer día siete animales y estrangúlalos, un gallo, una codorniz y dos polluelos que lleguen a tus manos P XII 31 ποιῶν τὴν τελετὴν κατάφαγε τὸν νεοσσὸν μόνος al realizar la ceremonia, cómete al polluelo tú solo P XII 37

Translations

young chicken

Arabic: صُوص‎, فَرُّوج‎; Egyptian Arabic: كتكوت‎; Gulf Arabic: كتكوت‎; Hijazi Arabic: كتكوت‎, صُوص‎; Moroccan Arabic: فلوس‎; Armenian: ճուտ; Bashkir: себеш; Basque: txita; Belarusian: кураня, куранё; Bulgarian: пиле; Burmese: ကြက်ကလေး; Catalan: pollet, butza; Central Atlas Tamazight: ⴰⵛⵉⵛⴰⵡ; Central Dusun: piak; Chinese Mandarin: 雛, 雏, 小雞, 小鸡; Czech: kuře; Danish: kylling; Dupaningan Agta: piyak; Dutch: kuiken; Esperanto: kokido; Estonian: kanapoeg; Finnish: kananpoika, tipu; French: poussin; Friulian: poleç; Galician: frango, piouco, poliño, policho, pito, pitiño; Georgian: წიწილა, ბარტყი; German: Küken, Biberl, Kücken, Hinkel, Hühnchen, Küchlein, Küklein; Greek: κοτοπουλάκι, κλωσσοπουλάκι, κλωσσόπουλο; Hebrew: אֶפְרוֹחַ‎ or פַּרְגִּית‎; Hungarian: csibe, naposcsibe, kiscsibe, kiscsirke, pipi; Ido: hanyuno; Italian: pulcino; Japanese: 雛; Korean: 병아리; Latgalian: cuoļs; Latvian: cālis, cālēns; Lithuanian: viščiukas; Low German Dutch Low Saxon: piek; German Low German: Küken; Macedonian: пиле, коковче; Malay: anak ayam; Maltese: fellus; Manchu: ᡧᠣᡵᡥᠣ; Mazanderani: چینکا‎; Mongolian: цурваг; Norwegian: kylling; Bokmål: kylling; Persian: جوجه‎; Polish: kurczak, kurczątko; Portuguese: pintinho, pintainho, pinto; Quechua: ciuci; Romanian: pui; Russian: цыплёнок; Scottish Gaelic: isean, eireag; Serbo-Croatian Cyrillic: пиле, пилић, пиленцe; Roman: pile, pilić, pilence; Sicilian: puḍḍicinu; Slovak: kurča; Slovene: pišče; Spanish: pollito; Swahili: kifaranga; Tamil: கோழிக்குஞ்சு; Tashelhit: ⴰⵛⵉⵛⴰⵡ; Telugu: కోడి పిల్ల; Turkish: civciv; Ukrainian: курча, курчатко; Volapük: gokül; Walloon: poyon; Wolof: cuuj bi; Zazaki: varing, dikleyr

young bird

Adyghe: кӏэтжъый; Albanian: zogth; Arabic: فَرْخ‎; Egyptian Arabic: فرخ‎; Armenian: ճուտ; Aromanian: pulj, puljiu, pulju; Azerbaijani: cücə; Bashkir: бала, себеш; Belarusian: птушаня, птушанё; Bikol Central: siwo; Bulgarian: пиленце, пиле; Chinese Mandarin: 雛鳥, 雏鸟, 小雛兒, 小雏儿; Czech: kuře, ptáče; Danish: fugleunge, ungfugl; Dutch: kuiken; Esperanto: birdido; Finnish: linnunpoika, linnunpoikanen; untuvikko; French: oisillon; Galician: pito, polo, piouco; Georgian: ბარტყი; German: Küken, Vogeljunges, Jungvogel; Greek: νεοσσός, νεαρό πουλί, πουλάκι; Ancient Greek: νεοσσός; Hebrew: אֶפְרוֹחַ‎, גּוֹזָל‎; Hungarian: kismadár, fióka; Ido: ucelyuno; Italian: pulcino; Japanese: 雛; Kazakh: балапан; Korean: 새끼새; Kumyk: жюжек, жижек, чӀикӀа, жига; Kurdish Central Kurdish: جوجْک‎; Kyrgyz: балапан; Latgalian: cuoļs; Latin: pullus; Latvian: cālis, cālēns; Lithuanian: paukščiukas; Macedonian: пиле; Malay: anak burung; Maltese: ferħ, ferħa; Maranao: piyak; Mi'kmaq: go'qoli'gweji'j anim; Norwegian: fugleunge; Bokmål: fugleunge, kylling; Old English: bridd; Persian: جوجه‎; Polish: pisklę; Portuguese: filhote de ave; Quechua: ciuci, chillwi; Romanian: pui; Russian: птенец; Scottish Gaelic: isean, eireag, bigean, pùdach; Serbo-Croatian Cyrillic: птић, птиче, птичица, пиле, потркушац, чучавац; Roman: ptić, ptiče, ptičica, pile, potrkušac, čučavac; Sicilian: puḍḍicinu, aciḍḍuzzu, uciḍḍuzzu; Slovak: vtáča, vtáčatko; Slovene: ptičji mladič; Spanish: polluelo, pollo, pichón; Swedish: fågelunge; Tagalog: sisiw; Tajik: чӯҷа; Tamil: குஞ்சு; Ukrainian: пташеня, пташа; Uzbek: joʻja; Volapük: bödül; Walloon: djonne; Zazaki: leyr, leyrek, cure

yolk

Adyghe: кӏэнкӏэ кугъу; Afrikaans: eiergeel, dooier; Albanian: verdhë veze; Arabic: صَفَار اَلْبَيْض‎, أَصْفَر اَلْبَيْض‎, مُحّ‎; Egyptian Arabic: صفار‎; Hijazi Arabic: صفار‎; Armenian: դեղնուց; Aromanian: gãlbinush; Assamese: কুহুম; Asturian: yema; Azerbaijani: yumurta sarısı; Basque: gorringo; Bau Bidayuh: sikonang; Belarusian: жаўток; Bengali: কুসুম; Breton: melen-vi; Bulgarian: жълтък; Burmese: အနှစ်; Catalan: rovell; Cebuano: pughak; Central Melanau: kunieng teloh; Chinese Cantonese: 蛋黃/蛋黄, 黃/黄; Mandarin: 蛋黃/蛋黄; Czech: žloutek; Danish: æggeblomme; Dutch: dooier, eidooier, eigeel, eierdooier; English: yolk, egg yolk, yolk of an egg; Erzya: алтюжа; Esperanto: ovoflavo; Faroese: reyði, eggjareyði; Finnish: munankeltuainen, keltuainen, ruskuainen; French: jaune d'œuf, jaune, moyeu; Galician: xema; Georgian: კვერცხის გული; German: Dotter, Eidotter, Eigelb, Gelbei; Greek: κρόκος, κροκάδι; Ancient Greek: ἐρυθρόν, κρόκος, λέκιθος, νεοσσίον, νεόσσιον, νεοσσός, νεοττίον, νεόττιον, νεοττός, νοσσίον, νοσσός, πορτάκινον, τὸ ἐρυθρόν, τὸ ἐρυθρόν τοῦ ᾠοῦ, τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ, τὸ ὠχρόν, τὸ ὠχρόν τοῦ ᾠοῦ, ᾠοῦ τὸ πυρρόν, ᾠοῦ τὸ χλωρόν, ὠχρόν; Hebrew: חֶלְמוֹן‎; Hiligaynon: batog; Hindi: ज़रदी, ज़र्दी; Hungarian: tojássárgája, sárgája, szik; Icelandic: eggjarauða, eggjablómi; Ido: vitelo; Indonesian: kuning telur; Ingrian: ruskulain; Irish: buíocán; Italian: tuorlo, rosso d'uovo; Japanese: 卵黄, 黄身, 蛋黄; Kabardian: джэдыкӏэ кугъуэ; Kabuverdianu: jéma; Kalmyk: өндгн; Khün: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵; Kinaray-a: batog; Korean: 노른자, 난황(卵黃); Kurdish Central Kurdish: زەردێنە‎; Northern Kurdish: zerik, zerika hêkê; Lao: ມອນໄຂ່, ໄຂ່ແດງ; Latin: vitellus, vitellum; Latvian: dzeltenums; Lithuanian: trynys; Low German: Dodder, Eigeel; Lü: ᦙᦸᧃᦺᦃᧈ, ᦺᦃᧈᦡᦶᧂ; Luxembourgish: Dueder, Eegiel; Macedonian: жолчка; Maguindanao: mariga sa leman; Malay: kuning telur, yolka; Maltese: l-isfar tal-bajd; Manchu: ᠶᠣᡥᠣ; Mongolian: ѳндѳгний шар; Northern Thai: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵, ᨡᩱ᩵ᨯᩯ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: eggeplomme, plomme; Nynorsk: eggeplomme; Old English: ġeoloca; Ossetian: айчы бур; Ottoman Turkish: یومورطه صاریسی‎; Persian: زرده‎; Polish: żółtko; Portuguese: gema; Romanian: gălbenuș; Romansch: mellen d'ov, mellen d'iev, melen d'ov, mellan d'öv, gelg d'öv; Russian: желток; Scottish Gaelic: buidheagan; Serbo-Croatian Cyrillic: жуманце, жуманaц, жумањак; Roman: žumance, žumanac, žumánjak; Shan: မွၼ်းၶႆႇ, ၶႆႇလႅင်; Slovak: žĺtok; Slovene: rumenjak; Sorbian Lower Sorbian: cenk; Upper Sorbian: žołtk, žołte, čwork; Spanish: yema; Swedish: äggula, gula; Sylheti: ꠇꠥ; Tagalog: pula ng itlog, apyak, burok; Tahitian: reʻa; Tai Dam: ꪣꪮꪙꪼꪎ꪿, ꪼꪎ꪿ꪵꪒꪉ; Tarifit: rmeḥḥ; Thai: ไข่แดง; Turkish: yumurta sarısı; Ukrainian: жовток; Urdu: زَرْدِی‎; Uzbek: tuxumning sarig'i; Vietnamese: lòng đỏ; Walloon: djaene d'oû, ploumete, cassete, moyoû; Welsh: melynwy; Yakan: igad; Yiddish: געלכל‎; Zhuang: gyaeqhenj, gyaeqhak, myonzlieng, hakhenj; ǃXóõ: ǁáa