κύπρινος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyprinos | |Transliteration C=kyprinos | ||
|Beta Code=ku/prinos | |Beta Code=ku/prinos | ||
|Definition=(A), η, ον, | |Definition=(A), η, ον, [[made of copper]], [[ἧλος]] PMag.Lond.121.466.<br /><br />(B), η, ον, made from the [[flower]] of [[κύπρος]], [[ἔλαιον]] Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as [[substantive]] [[κύπρινον]] (''[[sc.]]'' [[μύρον]]), τό, [[oil]] or [[unguent]] made from the flower of the [[κύπρος]], Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a [[plaster]], Androm. ap. Gal.13.494. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κύπρινον]]<br />α) [[έλαιο]] ή [[μύρο]] που παρασκευαζόταν από τα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br />β) [[έμπλαστρο]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κύπρινον]]<br />α) [[έλαιο]] ή [[μύρο]] που παρασκευαζόταν από τα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br />β) [[έμπλαστρο]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[de cobre]] ref. a un clavo γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος <b class="b3">escribe con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado</b> P VII 466 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), η, ον, made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.
(B), η, ον, made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as substantive κύπρινον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.
Léxico de magia
-ον de cobre ref. a un clavo γράφε ἐν ἥλῳ κυπρίνῳ ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος escribe con un clavo de cobre de un barco que haya naufragado P VII 466