νομώδης: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomodis | |Transliteration C=nomodis | ||
|Beta Code=nomw/dhs | |Beta Code=nomw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νομῶδες,<br><span class="bld">A</span> (νομή 1.3b) [[like a spreading ulcer]], ἕλκος Alex.Aphr. ''Pr.''1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.<br><span class="bld">2</span> [[full of shreds]] as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>nach Art um sich fressender [[Geschwüre]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
νομῶδες,
A (νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702.
2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.
Greek (Liddell-Scott)
νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.
Greek Monolingual
νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].
German (Pape)
ες, nach Art um sich fressender Geschwüre, Sp.