χειροβρώς: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirovros | |Transliteration C=cheirovros | ||
|Beta Code=xeirobrw/s | |Beta Code=xeirobrw/s | ||
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, [[gnawing the arms]], δεσμός Stesich.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), | |mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), [[πρβλ]]. [[σαρκοβρώς]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, gnawing the arms, δεσμός Stesich.4.
German (Pape)
[Seite 1345] ῶτος, die Hände verzehrend, nagend, reibend, δεσμός Stesich. bei Zenob. 6, 44.
Greek (Liddell-Scott)
χειροβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων, ἀναλίσκων τὰς σάρκας τῆς χειρός, δεσμὸς Στησίχορος 4· «χειροβρῶτι δεσμῷ. τοῖς πυκτικοῖς ἱμᾶσι· διὰ τὸ τὰς σάρκας διακόπτειν καὶ ἀναλίσκειν. Βέλτιον δὲ τὸν δεσμὸν ἀκούειν τὸν ἀποβιβρώσκοντα τὼ χεῖρε· ἐδέθη γὰρ ἐν τινι πέτρᾳ, ὡς Στησίχορος ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπὶ Πελίᾳ ἄθλων» Ζηνόβ. 6. 44 ἐν Παροιμιογράφ. σ. 390, ἔκδ. Gaisf., πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέγει.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκοβρώς].