αὐθυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afthypostatos
|Transliteration C=afthypostatos
|Beta Code=au)qupo/statos
|Beta Code=au)qupo/statos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[self-substantial]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.139d</span>, Iamb. ap. Stob.2.8.45, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.610S.</span> Adv.-τως Phlp.[[in de An]].52.19.</span>
|Definition=αὐθυπόστατον, [[self-substantial]], Jul.''Or.''4.139d, Iamb. ap. Stob.2.8.45, Procl.''in Prm.''p.610S. Adv. [[αὐθυποστάτως]] Phlp.in de An.52.19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]], [[que existe independientemente]] τὸ αὐθυπόστατον πρῶτον el principio increado</i> Iul.<i>Or</i>.11.139d, λόγον ... αὐθυπόστατον καὶ αὐτοκίνητον ... ἡ ψυχὴ συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ Iambl. en Stob.2.8.45, ὁ αὐ. λόγος τοῦ θεοῦ Leont.Byz.M.86.1216A, ἡ οὐσία Leont.Byz.M.86.2009D, cf. Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1176A<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αὐθυπόστατον: πᾶν ... τὸ αὐθυπόστατον ἀμερές Procl.<i>in Prm</i>.785.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[hipostáticamente]] οὔτε ἐκ τῆς μίξεως ... ἐγένετο ... οὔτε ἔξωθεν αὐ. Phlp.<i>in de An</i>.52.19, cf. Procl.<i>Inst</i>.41, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1572D.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθυπόστατος''': -ον, (ὑφίσταμαι) = τῷ προηγ., Ἰάμβλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 400.
|lstext='''αὐθυπόστατος''': -ον, (ὑφίσταμαι) = τῷ προηγ., Ἰάμβλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 400.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene existencia por sí mismo]], [[que existe independientemente]] τὸ αὐθυπόστατον πρῶτον el principio increado</i> Iul.<i>Or</i>.11.139d, λόγον ... αὐθυπόστατον καὶ αὐτοκίνητον ... ἡ ψυχὴ συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ Iambl. en Stob.2.8.45, ὁ αὐ. λόγος τοῦ θεοῦ Leont.Byz.M.86.1216A, ἡ οὐσία Leont.Byz.M.86.2009D, cf. Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1176A<br /><b class="num"></b>subst. τὸ αὐθυπόστατον: πᾶν ... τὸ αὐθυπόστατον ἀμερές Procl.<i>in Prm</i>.785.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[hipostáticamente]] οὔτε ἐκ τῆς μίξεως ... ἐγένετο ... οὔτε ἔξωθεν αὐ. Phlp.<i>in de An</i>.52.19, cf. Procl.<i>Inst</i>.41, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1572D.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
|ptext=Erkl. zu [[αὐθύπαρκτος]], Hesych.; [[σῶμα]] <i>Schol. Plat. Rep</i>. VIII.381.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθυπόστᾰτος Medium diacritics: αὐθυπόστατος Low diacritics: αυθυπόστατος Capitals: ΑΥΘΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: authypóstatos Transliteration B: authypostatos Transliteration C: afthypostatos Beta Code: au)qupo/statos

English (LSJ)

αὐθυπόστατον, self-substantial, Jul.Or.4.139d, Iamb. ap. Stob.2.8.45, Procl.in Prm.p.610S. Adv. αὐθυποστάτως Phlp.in de An.52.19.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo, que existe independientemente τὸ αὐθυπόστατον πρῶτον el principio increado Iul.Or.11.139d, λόγον ... αὐθυπόστατον καὶ αὐτοκίνητον ... ἡ ψυχὴ συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ Iambl. en Stob.2.8.45, ὁ αὐ. λόγος τοῦ θεοῦ Leont.Byz.M.86.1216A, ἡ οὐσία Leont.Byz.M.86.2009D, cf. Leont.H.Nest.M.86.1176A
subst. τὸ αὐθυπόστατον: πᾶν ... τὸ αὐθυπόστατον ἀμερές Procl.in Prm.785.
2 adv. -ως hipostáticamente οὔτε ἐκ τῆς μίξεως ... ἐγένετο ... οὔτε ἔξωθεν αὐ. Phlp.in de An.52.19, cf. Procl.Inst.41, Leont.H.Nest.M.86.1572D.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθυπόστατος: -ον, (ὑφίσταμαι) = τῷ προηγ., Ἰάμβλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 400.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθυπόστατος, -ον)
αυτός που έχει δική του υπόσταση, που υπάρχει καθ' εαυτόν
νεοελλ.
αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη επιχείρηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υποστατός < υφίσταμαι].

German (Pape)

Erkl. zu αὐθύπαρκτος, Hesych.; σῶμα Schol. Plat. Rep. VIII.381.