ἀνεπίξεστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepiksestos
|Transliteration C=anepiksestos
|Beta Code=a)nepi/cestos
|Beta Code=a)nepi/cestos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not polished]], [[not finished]], δόμος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>746</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>26.388b</span>.</span>
|Definition=ἀνεπίξεστον, [[not polished]], [[not finished]], δόμος Hes.''Op.''746, Them.''Or.''26.388b.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no pulido]], [[no acabado]], [[δόμος]] Hes.<i>Op</i>.746, [[ἀνδρών]] Them.<i>Or</i>.26.322b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht überglättet, unvollendet, [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] [[nicht überglättet]], [[unvollendet]], [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non poli]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non achevé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιξέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίξεστος:''' досл. [[не обтесанный]], перен. [[незаконченный]] ([[δόμος]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
|lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non poli;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non achevé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιξέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no pulido]], [[no acabado]], [[δόμος]] Hes.<i>Op</i>.746, [[ἀνδρών]] Them.<i>Or</i>.26.322b.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίξεστος:''' -ον ([[ἐπί]], [[ξέω]]), μη γυαλισμένος ([[αγυάλιστος]]) ή [[ακόσμητος]], [[ατελής]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀνεπίξεστος:''' -ον ([[ἐπί]], [[ξέω]]), μη γυαλισμένος ([[αγυάλιστος]]) ή [[ακόσμητος]], [[ατελής]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίξεστος:''' досл. не обтесанный, перен. незаконченный ([[δόμος]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐπί, ξέω]<br />not [[polished]] or [[finished]], Hes.
|mdlsjtxt=[ἐπί, ξέω]<br />not [[polished]] or [[finished]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 13:48, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίξεστος Medium diacritics: ἀνεπίξεστος Low diacritics: ανεπίξεστος Capitals: ΑΝΕΠΙΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anepíxestos Transliteration B: anepixestos Transliteration C: anepiksestos Beta Code: a)nepi/cestos

English (LSJ)

ἀνεπίξεστον, not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.

Spanish (DGE)

-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.

German (Pape)

[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: , ἐπιξέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίξεστος: досл. не обтесанный, перен. незаконченный (δόμος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.

Greek Monolingual

ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].

Greek Monotonic

ἀνεπίξεστος: -ον (ἐπί, ξέω), μη γυαλισμένος (αγυάλιστος) ή ακόσμητος, ατελής, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[ἐπί, ξέω]
not polished or finished, Hes.