ἐπίχολος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicholos
|Transliteration C=epicholos
|Beta Code=e)pi/xolos
|Beta Code=e)pi/xolos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[full of bile]], [[bilious]], πυρετοί <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>35</span> ; <b class="b2">splenetic, ill-tempered</b>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>2.8.2</span> ; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[producing bile]], ποίη -ωτάτη <span class="bibl">Hdt.4.58</span>.</span>
|Definition=ἐπίχολον,<br><span class="bld">A</span> [[full of bile]], [[bilious]], πυρετοί Hp.''Fract.''35; [[splenetic]], [[ill-tempered]], Philostr. ''VS''2.8.2; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c.<br><span class="bld">II</span> Act., [[producing bile]], ποίη ἐπιχολωτάτη [[Herodotus|Hdt.]]4.58.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] gallig, voll Galle, gallsüchtig, [[σῶμα]], Hippocr.; – ὀργαῖς ἐπίχολοι, zum Zorne geneigt, jähzornig, Plut.; σοφιστῶν θερμότατος καὶ ἐπιχολώτατος Philostr. Soph. 2, 8. – Akt., das Wachsen der Galle befördernd, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Her. 4, 58; vgl. aber [[ἐπίχυλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] gallig, voll Galle, gallsüchtig, [[σῶμα]], Hippocr.; – ὀργαῖς ἐπίχολοι, zum Zorne geneigt, jähzornig, Plut.; σοφιστῶν θερμότατος καὶ ἐπιχολώτατος Philostr. Soph. 2, 8. – Akt., das Wachsen der Galle befördernd, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Her. 4, 58; vgl. aber [[ἐπίχυλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[bilieux]] ; irascible;<br /><b>2</b> [[qui produit de la bile]];<br /><i>Sp.</i> ἐπιχολώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χολή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχολος:'''<br /><b class="num">1</b> досл. желчный, перен. полный желчи, раздражительный (ταῖς ὀργαῖς ἐ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[увеличивающий количество желчи]], [[желчегонный]] ([[ποίη]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχολος''': -ον, (χολὴ) [[πλήρης]] χολῆς, [[χολώδης]], πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., [[ὀργίλος]], [[εὐερέθιστος]], Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, [[ὅπου]] προὐτάθη ἡ [[διόρθωσις]] ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ [[χυλός]]), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26.
|lstext='''ἐπίχολος''': -ον, (χολὴ) [[πλήρης]] χολῆς, [[χολώδης]], πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., [[ὀργίλος]], [[εὐερέθιστος]], Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, [[ὅπου]] προὐτάθη ἡ [[διόρθωσις]] ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ [[χυλός]]), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bilieux ; irascible;<br /><b>2</b> qui produit de la bile;<br /><i>Sp.</i> ἐπιχολώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χολή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πυρετό) [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[έκκριση]] χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ευερέθιστος]], [[οργίλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[χολή]] («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ [[ποίη]]... ἐπιχολωτάτη», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πυρετό) [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[έκκριση]] χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ευερέθιστος]], [[οργίλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[χολή]] («τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ [[ποίη]]... ἐπιχολωτάτη», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχολος:''' -ον ([[χολή]]), Ενεργ., αυτός που παράγει [[χολή]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπίχολος:''' -ον ([[χολή]]), Ενεργ., αυτός που παράγει [[χολή]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχολος:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. желчный, перен. полный желчи, раздражительный (ταῖς ὀργαῖς ἐ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увеличивающий количество желчи, желчегонный ([[ποίη]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-χολος, ον [[χολή]]<br />act. producing [[bile]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Hdt.
|mdlsjtxt=ἐπί-χολος, ον [[χολή]]<br />act. producing [[bile]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχολος Medium diacritics: ἐπίχολος Low diacritics: επίχολος Capitals: ΕΠΙΧΟΛΟΣ
Transliteration A: epícholos Transliteration B: epicholos Transliteration C: epicholos Beta Code: e)pi/xolos

English (LSJ)

ἐπίχολον,
A full of bile, bilious, πυρετοί Hp.Fract.35; splenetic, ill-tempered, Philostr. VS2.8.2; ταῖς ὀργαῖς Plu.2.129c.
II Act., producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.4.58.

German (Pape)

[Seite 1004] gallig, voll Galle, gallsüchtig, σῶμα, Hippocr.; – ὀργαῖς ἐπίχολοι, zum Zorne geneigt, jähzornig, Plut.; σοφιστῶν θερμότατος καὶ ἐπιχολώτατος Philostr. Soph. 2, 8. – Akt., das Wachsen der Galle befördernd, ποίη ἐπιχολωτάτη Her. 4, 58; vgl. aber ἐπίχυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bilieux ; irascible;
2 qui produit de la bile;
Sp. ἐπιχολώτατος.
Étymologie: ἐπί, χολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχολος:
1 досл. желчный, перен. полный желчи, раздражительный (ταῖς ὀργαῖς ἐ. Plut.);
2 увеличивающий количество желчи, желчегонный (ποίη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, χολώδης, πυρετοὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· μεταφ., ὀργίλος, εὐερέθιστος, Φιλόστρ. 580· ταῖς ὀργαῖς Πλούτ. 2. 129C. ΙΙ. ἐνεργ., γεννῶν, παράγων χολήν, ποίη ἐπιχολωτάτη Ἡρόδ. 4. 58, ὅπου προὐτάθη ἡ διόρθωσις ἐπιχυλοτάτη (ἐκ τοῦ χυλός), ἀλλ’ ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 16. 26.

Greek Monolingual

ἐπίχολος, -ον (Α)
1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)
2. ευερέθιστος, οργίλος
3. αυτός που παράγει χολή («τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπίχολος: -ον (χολή), Ενεργ., αυτός που παράγει χολή, ποίη ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπί-χολος, ον χολή
act. producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.