ἐπαφή: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(CSV import)
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epafi
|Transliteration C=epafi
|Beta Code=e)pafh/
|Beta Code=e)pafh/
|Definition=ἡ, (ἐπαφάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[touch]], [[touching]], [[handling]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>17</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span> 46b</span>, al.; σφυγμοῦ <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Puls.</span>114</span>, al.; <b class="b3">ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας</b>] Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[severe handling]], [[punishment]], <b class="b3">ἐ. καὶ νουθεσία</b> ib.46d; esp. of Pythagorean [[treatment]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>15.64</span> (pl.), <span class="bibl">25.114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[touch]], [[contact]], ἡδεῖα ἐ. <span class="title">IGRom.</span>4.503.11 (Pergam.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> metaph., of [[apprehension]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>250</span>; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. <span class="bibl">Plot.6.7.36</span>, cf. <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Comm.Math.</span>8</span>; τοῦ μέλλοντος <span class="bibl">Id.<span class="title">Myst.</span>3.26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Geom., [[point of contact]], <span class="bibl">Euc. <span class="title">Phaen.</span> p.68</span> M., <span class="bibl">Procl. <span class="title">Hyp.</span>2.7</span>; <b class="b3">περὶ ἐπαφῶν</b>, on the theory of [[tangents]], title of work by Apollonius of Perga, <span class="bibl">Papp.636.21</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[the sense of touch]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>186b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>4.20</span> (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>94.11</span> (i A.D.), etc., prob. [[external claim]], cf. <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>79.7</span> (i B.C.).</span>
|Definition=ἡ, ([[ἐπαφάω]])<br><span class="bld">A</span> [[touch]], [[touching]], [[handling]], A.''Supp.''17, Pl. ''Ti.'' 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.''Puls.''114, al.; <b class="b3">ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας]</b> Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d.<br><span class="bld">2</span> [[severe handling]], [[punishment]], <b class="b3">ἐπαφή καὶ νουθεσία</b> ib.46d; especially of Pythagorean [[treatment]], Iamb.''VP''15.64 (pl.), 25.114.<br><span class="bld">3</span> [[touch]], [[contact]], ἡδεῖα ἐ. ''IGRom.''4.503.11 (Pergam.).<br><span class="bld">b</span> metaph., of [[apprehension]], Epicur.''Fr.''250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. ''Comm.Math.''8; τοῦ μέλλοντος Id.''Myst.''3.26.<br><span class="bld">4</span> Geom., [[point of contact]], Euc. ''Phaen.'' p.68 M., Procl. ''Hyp.''2.7; <b class="b3">περὶ ἐπαφῶν</b>, on the theory of [[tangent]]s, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al.<br><span class="bld">II</span> the [[sense of touch]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''186b.<br><span class="bld">III</span> in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. ''PLips.''4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''94.11 (i A.D.), etc., prob. [[external]] [[claim]], cf. ''PStrassb.''79.7 (i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] ἡ, die Berührung; Aesch. Suppl. 17; ἐπαφήν τινα παρέχειν Plat. Soph. 246 a; τοῦ σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, durch das Gefühl, Theaet. 186 b; Sp.; μωσικά, das Greifen in die Saiten der Lyra, Stob. fl. 103, 27; Plut. vrbdt es mit [[νουθεσία]], Angriff, Tadel, de audit. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] ἡ, die Berührung; Aesch. Suppl. 17; ἐπαφήν τινα παρέχειν Plat. Soph. 246 a; τοῦ σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, durch das Gefühl, Theaet. 186 b; Sp.; μωσικά, das Greifen in die Saiten der Lyra, Stob. fl. 103, 27; Plut. vrbdt es mit [[νουθεσία]], Angriff, Tadel, de audit. 9.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; <i>fig.</i> [[atteinte]], [[blâme]], [[châtiment]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰφή:''' ῆς ἡ<br /><b class="num">1</b> [[прикосновение]], [[касание]] (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.): ἐξ ἐπαφῆς Aesch. (простым) прикосновением; ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[осязание]] (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[подавление]], [[укрощение]] (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[порицание]] (ἐ. καὶ [[νουθεσία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰφή''': ἡ, ([[ἐπαφάω]]) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, [[τιμωρία]], Πλουτ. 2. 46D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.
|lstext='''ἐπᾰφή''': ἡ, ([[ἐπαφάω]]) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, [[τιμωρία]], Πλουτ. 2. 46D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; <i>fig.</i> atteinte, blâme, châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁφή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπαφή]])<br />αφή, [[ψηλάφηση]], [[άγγιγμα]] («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρώτη [[συνάντηση]] με σκοπό στενότερες σχέσεις ή [[έναρξη]] διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε [[επαφή]] με τους υπευθύνους του περιοδικού»)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[συνάφεια]] («δεν έχω [[επαφή]] [[μαζί]] του»)<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> η [[επιφάνεια]] σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> α) [[σημείο]] ή [[περιοχή]] [[κατά]] την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται [[έτσι]] ώστε να αποκαθίσταται [[μεταξύ]] τους ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]]<br />β) το [[σύστημα]] δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]], [[καθώς]] και η [[λειτουργία]] που αποκαθιστά τη [[σύνδεση]] αυτή<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[επαφή]] σε ένα [[σημείο]] έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία [[καμπύλη]] και μία [[επιφάνεια]], όταν στο [[σημείο]] αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία [[περίπτωση]], η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> η [[προσέγγιση]] [[προς]] τον εχθρό ο [[οποίος]] κινείται ή σταθμεύει<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> γενικά, η αμοιβαία [[προσέγγιση]] του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> η [[αίσθηση]] της [[αφής]]<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[νόηση]] («ἡ τοῡ ἀγαθοῡ [[εἴτε]] [[γνῶσις]] [[εἴτε]] [[ἐπαφή]]», Επίκ.)<br /><b>4.</b> αυστηρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]] («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αφή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άπτομαι]] «[[εγγίζω]]»)].
|mltxt=η (AM [[ἐπαφή]])<br />αφή, [[ψηλάφηση]], [[άγγιγμα]] («τυφλοῖς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρώτη [[συνάντηση]] με σκοπό στενότερες σχέσεις ή [[έναρξη]] διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε [[επαφή]] με τους υπευθύνους του περιοδικού»)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[συνάφεια]] («δεν έχω [[επαφή]] [[μαζί]] του»)<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> η [[επιφάνεια]] σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> α) [[σημείο]] ή [[περιοχή]] [[κατά]] την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται [[έτσι]] ώστε να αποκαθίσταται [[μεταξύ]] τους ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]]<br />β) το [[σύστημα]] δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]], [[καθώς]] και η [[λειτουργία]] που αποκαθιστά τη [[σύνδεση]] αυτή<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[επαφή]] σε ένα [[σημείο]] έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία [[καμπύλη]] και μία [[επιφάνεια]], όταν στο [[σημείο]] αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία [[περίπτωση]], η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> η [[προσέγγιση]] [[προς]] τον εχθρό ο [[οποίος]] κινείται ή σταθμεύει<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> γενικά, η αμοιβαία [[προσέγγιση]] του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> η [[αίσθηση]] της [[αφής]]<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[νόηση]] («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ [[εἴτε]] [[γνῶσις]] [[εἴτε]] [[ἐπαφή]]», Επίκ.)<br /><b>4.</b> αυστηρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]] («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αφή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άπτομαι]] «[[εγγίζω]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰφή:''' ἡ, αφή, [[άγγιγμα]], [[διαχείριση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπᾰφή:''' ἡ, αφή, [[άγγιγμα]], [[διαχείριση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰφή:''' ῆς ἡ<br /><b class="num">1)</b> прикосновение, касание (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.): ἐξ ἐπαφῆς Aesch. (простым) прикосновением; ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> осязание (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> подавление, укрощение (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> порицание (ἐ. καὶ [[νουθεσία]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sense of touch]], [[sense of]]
|woodrun=[[sense of touch]], [[sense of]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + ἀφή τοῦ ἅπτομαι (=[[ἐγγίζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἅπτω]].
}}
{{trml
|trtx====[[touch]]===
Albanian: prekje; Arabic: ⁧لَمْسَة⁩; Azerbaijani: toxunuş; Belarusian: дотык, датыканне; Bulgarian: докосване, прикосновение, допир; Czech: dotyk, dotek; Danish: berøring; Estonian: puudutus; Finnish: kosketus; French: [[toucher]]; Georgian: შეხება; German: [[Berührung]]; Greek: [[επαφή]]; Ancient Greek: [[ἐπαφή]], [[ψαῦσμα]]; Hungarian: érintés, tapintás; Indonesian: penyentuhan; Italian: [[tocco]]; Japanese: 接触, タッチ; Khmer: ផស្ស, ផោដ្ឋព្វៈ; Korean: 접촉(接觸), 터치; Latin: [[contactus]], [[contages]]; Macedonian: допир, пипање; Malayalam: സ്പർശനം, തൊടൽ; Norwegian Bokmål: berøring; Nynorsk: berøring; Old English: hrine hrīning; Polish: dotyk, dotknięcie; Portuguese: [[tocar]], [[toque]]; Romanian: atingere; Russian: [[прикосновение]], [[касание]]; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏дӣр; Roman: dȍdīr; Slovak: dotyk, dotknutie sa, dotýkanie sa; Slovene: dotik; Spanish: [[toque]]; Swedish: beröring; Turkish: dokunuş; Ukrainian: дотик, доторкання; Vietnamese: cú chạm
===[[punishment]]===
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب‎, جَزَاء‎, مُجَازَاة‎; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: [[bestraffing]], [[straf]]; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: [[punition]], [[châtiment]]; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: [[Strafe]], [[Bestrafung]]; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: [[τιμωρία]]; Ancient Greek: [[ἀνταπόδομα]], [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀντίδοσις]], [[ἀντιμισθία]], [[ἀντίποινα]], [[δίκη]], [[ἐκδικία]], [[ἔκτεισις]], [[ἔκτεισμα]], [[ἐπεξέλευσις]], [[ἐπιζάμια]], [[ἐπιζήμια]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιπομπή]], [[ἐπισκοπή]], [[ἐπιτίμησις]], [[ἐπιτίμιον]], [[τὰ ἐπίχειρα]], [[εὔθυνα]], [[ζημία]], [[ζημίωμα]], [[ζημίωσις]], [[κατάκριμα]], [[κέντημα]], [[κόλασμα]], [[κολασμός]], [[κυφωνισμός]], [[νέμεσις]], [[ποίνημα]], [[τὰ ἐπιζάμια]], [[τὰ ἐπιζήμια]], [[τιμώρημα]], [[τιμώρησις]], [[τιμωρία]], [[τίσις]], [[ὑπεξέλευσις]]; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ‎, עֲנִישָׁה‎; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: [[punizione]], [[pena]], [[castigo]]; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: [[supplicium]], [[poena]]; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء‎, ايداد‎, مجازات‎; Persian: تنبیه‎, جزا‎, مجازات‎; Polish: karanie, kara; Portuguese: [[punição]]; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: [[наказание]], [[кара]]; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: [[castigo]]; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا‎, دَنْڈ‎; Uyghur: جازا‎; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף‎; Zazaki: ceza
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 14 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰφή Medium diacritics: ἐπαφή Low diacritics: επαφή Capitals: ΕΠΑΦΗ
Transliteration A: epaphḗ Transliteration B: epaphē Transliteration C: epafi Beta Code: e)pafh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπαφάω)
A touch, touching, handling, A.Supp.17, Pl. Ti. 46b, al.; σφυγμοῦ Marcellin.Puls.114, al.; ἐ. μωσικὰ [τῆς λύρας] Euryph. ap. Stob.4.39.27: pl., ἐπαφαὶ χειρῶν Plu.2.2d.
2 severe handling, punishment, ἐπαφή καὶ νουθεσία ib.46d; especially of Pythagorean treatment, Iamb.VP15.64 (pl.), 25.114.
3 touch, contact, ἡδεῖα ἐ. IGRom.4.503.11 (Pergam.).
b metaph., of apprehension, Epicur.Fr.250; ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εῐτε γνῶσις εἴτε ἐ. Plot.6.7.36, cf. Iamb. Comm.Math.8; τοῦ μέλλοντος Id.Myst.3.26.
4 Geom., point of contact, Euc. Phaen. p.68 M., Procl. Hyp.2.7; περὶ ἐπαφῶν, on the theory of tangents, title of work by Apollonius of Perga, Papp.636.21, al.
II the sense of touch, Pl.Tht.186b.
III in phrases such as ἐκτὸς ἱερᾶς νόσου καὶ ἐ. PLips.4.20 (iii A.D.), πλὴν ἐ. καὶ ἱ. ν. POxy.94.11 (i A.D.), etc., prob. external claim, cf. PStrassb.79.7 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, die Berührung; Aesch. Suppl. 17; ἐπαφήν τινα παρέχειν Plat. Soph. 246 a; τοῦ σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται, durch das Gefühl, Theaet. 186 b; Sp.; μωσικά, das Greifen in die Saiten der Lyra, Stob. fl. 103, 27; Plut. vrbdt es mit νουθεσία, Angriff, Tadel, de audit. 9.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; fig. atteinte, blâme, châtiment.
Étymologie: ἐπί, ἁφή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰφή: ῆς ἡ
1 прикосновение, касание (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.): ἐξ ἐπαφῆς Aesch. (простым) прикосновением; ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.;
2 осязание (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.);
3 подавление, укрощение (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.);
4 порицание (ἐ. καὶ νουθεσία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰφή: ἡ, (ἐπαφάω) ἀφή, τὸ ἐφάπτεσθαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, Πλάτ. Τίμ. 46.Β, κ. ἀλλ.· ἐπαφὰ δὲ μουσικὰ τῆς λύρας Εὐρύφαμ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 556. 39. 2) αὐστηρὰ μεταχείρισης, τιμωρία, Πλουτ. 2. 46D, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 3) ἀφή, προσέγγισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11. ΙΙ. ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαφή)
αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῖς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)
νεοελλ.
1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους του περιοδικού»)
2. σχέση, συνάφεια («δεν έχω επαφή μαζί του»)
3. γεωλ. η επιφάνεια σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών
4. (ηλεκτρ.) α) σημείο ή περιοχή κατά την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται έτσι ώστε να αποκαθίσταται μεταξύ τους ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση
β) το σύστημα δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση, καθώς και η λειτουργία που αποκαθιστά τη σύνδεση αυτή
5. μαθ. επαφή σε ένα σημείο έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία καμπύλη και μία επιφάνεια, όταν στο σημείο αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία περίπτωση, η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας
6. στρ. η προσέγγιση προς τον εχθρό ο οποίος κινείται ή σταθμεύει
7. (ψυχολ.) γενικά, η αμοιβαία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων
αρχ.
1. τρόπος ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων
2. η αίσθηση της αφής
3. αντίληψη, νόηση («ἡ τοῦ ἀγαθοῦ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφή», Επίκ.)
4. αυστηρή μεταχείριση, τιμωρία («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφή (< άπτομαι «εγγίζω»)].

Greek Monotonic

ἐπᾰφή: ἡ, αφή, άγγιγμα, διαχείριση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπᾰφή, ἡ, [from ἐπᾰφάω]
touch, touching, handling, Aesch.

English (Woodhouse)

sense of touch, sense of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + ἀφή τοῦ ἅπτομαι (=ἐγγίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἅπτω.

Translations

touch

Albanian: prekje; Arabic: ⁧لَمْسَة⁩; Azerbaijani: toxunuş; Belarusian: дотык, датыканне; Bulgarian: докосване, прикосновение, допир; Czech: dotyk, dotek; Danish: berøring; Estonian: puudutus; Finnish: kosketus; French: toucher; Georgian: შეხება; German: Berührung; Greek: επαφή; Ancient Greek: ἐπαφή, ψαῦσμα; Hungarian: érintés, tapintás; Indonesian: penyentuhan; Italian: tocco; Japanese: 接触, タッチ; Khmer: ផស្ស, ផោដ្ឋព្វៈ; Korean: 접촉(接觸), 터치; Latin: contactus, contages; Macedonian: допир, пипање; Malayalam: സ്പർശനം, തൊടൽ; Norwegian Bokmål: berøring; Nynorsk: berøring; Old English: hrine hrīning; Polish: dotyk, dotknięcie; Portuguese: tocar, toque; Romanian: atingere; Russian: прикосновение, касание; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏дӣр; Roman: dȍdīr; Slovak: dotyk, dotknutie sa, dotýkanie sa; Slovene: dotik; Spanish: toque; Swedish: beröring; Turkish: dokunuş; Ukrainian: дотик, доторкання; Vietnamese: cú chạm

punishment

Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب‎, جَزَاء‎, مُجَازَاة‎; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ‎, עֲנִישָׁה‎; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء‎, ايداد‎, مجازات‎; Persian: تنبیه‎, جزا‎, مجازات‎; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا‎, دَنْڈ‎; Uyghur: جازا‎; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף‎; Zazaki: ceza