ξυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylodis
|Transliteration C=ksylodis
|Beta Code=culw/dhs
|Beta Code=culw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[woody]], [[hard as wood]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.65</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387a32</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 6.2.2</span> (Sup.),<span class="bibl">7.9.3</span>, Plu.2.953d ; [[of the nature of wood]], <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of the colour of wood]], [[brown]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.3.2</span>.</span>
|Definition=ξυλῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[woody]], [[hard as wood]], Hp.''Vict.''2.65, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387a32, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; [[of the nature of wood]], Corn.''ND'' 19.<br><span class="bld">II</span> [[of the colour of wood]], [[brown]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ες, = [[ξυλοειδής]], auch = holzreich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ες, = [[ξυλοειδής]], auch = holzreich, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[de la nature du bois]], [[ligneux]].<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[похожий на древесину]], [[деревянистый]] (σώματα Arst.; ὁ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[жесткий]] (αἱ χλαμύδες Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]], σκληρὸς ὡς [[ξύλον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.
|lstext='''ξῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]], σκληρὸς ὡς [[ξύλον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de la nature du bois, ligneux.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῑς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).
|trtx====[[woody]]===
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[κάταλσος]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλάεις]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog
}}
}}

Latest revision as of 18:36, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώδης Medium diacritics: ξυλώδης Low diacritics: ξυλώδης Capitals: ΞΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: xylṓdēs Transliteration B: xylōdēs Transliteration C: ksylodis Beta Code: culw/dhs

English (LSJ)

ξυλῶδες,
A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr. HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19.
II of the colour of wood, brown, Thphr. HP 7.3.2.

German (Pape)

[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλώδης:
1 похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2 жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog