καλαθηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalathiforos
|Transliteration C=kalathiforos
|Beta Code=kalaqhfo/ros
|Beta Code=kalaqhfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[basket-carrying]], Hsch.: [[Καλαθηφόροι]], title of play by Eubulus.</span>
|Definition=καλαθηφόρον, [[basket-carrying]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: [[Καλαθηφόροι]], title of play by Eubulus.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαθηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[καλάθι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Καλαθηφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλαθηφόρος]] [[αντί]] [[καλαθοφόρος]] για μετρικούς λόγους<br />προέρχεται από [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θανατη</i>-[[φόρος]], [[στεφανηφόρος]].
|mltxt=[[καλαθηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[καλάθι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Καλαθηφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλαθηφόρος]] [[αντί]] [[καλαθοφόρος]] για μετρικούς λόγους<br />προέρχεται από [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>θανατη</i>-[[φόρος]], [[στεφανηφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθηφόρος Medium diacritics: καλαθηφόρος Low diacritics: καλαθηφόρος Capitals: ΚΑΛΑΘΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kalathēphóros Transliteration B: kalathēphoros Transliteration C: kalathiforos Beta Code: kalaqhfo/ros

English (LSJ)

καλαθηφόρον, basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.