δημιόπρατα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dimioprata
|Transliteration C=dimioprata
|Beta Code=dhmio/prata
|Beta Code=dhmio/prata
|Definition=τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">goods seized by public authority, and put up for sale</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>659</span>, <span class="bibl">Poll.10.96</span>, <span class="bibl">Ath.11.476e</span>, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>95</span>; <b class="b3">περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν</b>, title of speech by Lys.</span>
|Definition=τά, [[goods seized by public authority]], [[and put up for sale]], Ar.''V.''659, Poll.10.96, Ath.11.476e, Phalar.''Ep.''95; <b class="b3">περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν</b>, title of speech by Lys.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δημιόπρᾱτα''': τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ [[ταῦτα]] μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.
|btext=ων ([[τά]]) :<br />[[biens confisqués et vendus à l'encan]].<br />'''Étymologie:''' [[δήμιος]], [[πιπράσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δημιόπρατα -ων, τά &#91;[[δῆμος]], [[πιπράσκω]]] [[geconfisqueerde goederen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ων ([[τά]]) :<br />biens confisqués et vendus à l’encan.<br />'''Étymologie:''' [[δήμιος]], [[πιπράσκω]].
|elrutext='''δημιόπρᾱτα:''' τά конфискованное и продаваемое с торгов имущество Arph., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''δημιόπρᾱτα:''' τά (πρᾱτός), [[αγαθά]] που πωλούνται σε [[δημοπρασία]], δημευμένα [[αγαθά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δημιόπρᾱτα:''' τά (πρᾱτός), [[αγαθά]] που πωλούνται σε [[δημοπρασία]], δημευμένα [[αγαθά]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημιόπρᾱτα:''' τά конфискованное и продаваемое с торгов имущество Arph., Plut.
|lstext='''δημιόπρᾱτα''': τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ [[ταῦτα]] μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημιόπρατα -ων, τά [δῆμος, πιπράσκω] geconfisqueerde goederen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[πρᾱτός]<br />[[goods]] sold by [[public]] [[authority]]: confiscated [[goods]], Ar.
|mdlsjtxt=[πρᾱτός]<br />[[goods]] sold by [[public]] [[authority]]: confiscated [[goods]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιόπρᾱτα Medium diacritics: δημιόπρατα Low diacritics: δημιόπρατα Capitals: ΔΗΜΙΟΠΡΑΤΑ
Transliteration A: dēmióprata Transliteration B: dēmioprata Transliteration C: dimioprata Beta Code: dhmio/prata

English (LSJ)

τά, goods seized by public authority, and put up for sale, Ar.V.659, Poll.10.96, Ath.11.476e, Phalar.Ep.95; περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν, title of speech by Lys.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
biens confisqués et vendus à l'encan.
Étymologie: δήμιος, πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιόπρατα -ων, τά [δῆμος, πιπράσκω] geconfisqueerde goederen.

Russian (Dvoretsky)

δημιόπρᾱτα: τά конфискованное и продаваемое с торгов имущество Arph., Plut.

Greek Monolingual

δημιόπρατα, τα (Α)
κτήματα ιδιωτών που κατασχέθηκαν και πωλούνται δημόσια προς όφελος της πολιτείας («λιμένας, μισθοὺς και δημιόπρατα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + πρατά, πληθ. ουδ. του πρατός < πιπράσκω «πουλάω»].

Greek Monotonic

δημιόπρᾱτα: τά (πρᾱτός), αγαθά που πωλούνται σε δημοπρασία, δημευμένα αγαθά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δημιόπρᾱτα: τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ ταῦτα μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.

Middle Liddell

[πρᾱτός]
goods sold by public authority: confiscated goods, Ar.