λύγγιος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyggios
|Transliteration C=lyggios
|Beta Code=lu/ggios
|Beta Code=lu/ggios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a lynx]], [[δέρμα]] <span class="title">Edict.Diocl.</span>in <span class="title">IG</span>5(1).1115 <span class="title">Aii</span>65 (Geronthrae).</span>
|Definition=α, ον, [[of a lynx]], [[δέρμα]] ''Edict.Diocl.''in ''IG''5(1).1115 ''Aii''65 (Geronthrae).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.).
|mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγγιος Medium diacritics: λύγγιος Low diacritics: λύγγιος Capitals: ΛΥΓΓΙΟΣ
Transliteration A: lýngios Transliteration B: lyngios Transliteration C: lyggios Beta Code: lu/ggios

English (LSJ)

α, ον, of a lynx, δέρμα Edict.Diocl.in IG5(1).1115 Aii65 (Geronthrae).

Greek Monolingual

λύγγιος, -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]
αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («δέρμα λύγγιον», Διοκλητ.).