λύγγιος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lyggios | |Transliteration C=lyggios | ||
|Beta Code=lu/ggios | |Beta Code=lu/ggios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[of a lynx]], [[δέρμα]] ''Edict.Diocl.''in ''IG''5(1).1115 ''Aii''65 (Geronthrae). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.). | |mltxt=[[λύγγιος]], -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]<br />αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («[[δέρμα]] λύγγιον», Διοκλητ.). | ||
}} | }} |