ἐργάσιμος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἐργᾰ́σιμος | ||
|Medium diacritics=ἐργάσιμος | |Medium diacritics=ἐργάσιμος | ||
|Low diacritics=εργάσιμος | |Low diacritics=εργάσιμος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ergasimos | |Transliteration C=ergasimos | ||
|Beta Code=e)rga/simos | |Beta Code=e)rga/simos | ||
|Definition= | |Definition=ἐργάσιμον,<br><span class="bld">A</span> [[to be worked]], [[that can be worked]], Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c; [[ξύλα]], opp. [[καύσιμα]], Poll.7.109; [[σκεῦος]] ἐργάσιμον δέρματος [[LXX]] ''Le.''13.49; mostly of land, <b class="b3">ἐργάσιμα χωρία</b> [[tillable]] [[land]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''639a,958d, Arist.''Pr.''924a1 (sg. in ''PHal.''1.103 (iii B.C.)); τὰ ἐ. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.16, etc.; τὰ <b class="b3">τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμον ποιεῖν</b> to [[bring]] [[into cultivation]], IG2.1059.17(iv B.C.); ἡ ἐργάσιμος (''[[sc.]]'' [[γῆ]]) [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.3.5.<br><span class="bld">2</span> [[ἐργάσιμος ἡμέρα]] a [[work-day]], [[LXX]] ''1 Ki.''20.19.<br><span class="bld">3</span> [[ἐργάσιμον]], τό, [[cost of manufacture]], ἄρτων ''UPZ''149.25, cf. 20 (ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[working for a livelihood]], [[τὸ ἐργάσιμον]] = the [[working people]], App.''BC''3.72; especially of [[courtesan]]s, Artem.1.78.<br><span class="bld">2</span> [[active]], [[θρασύτης]] Orph.''H.''60.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, [[θρασύτης]] Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, [[θρασύτης]] Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu'on peut travailler, exploiter ; <i>particul.</i> qu'on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐργάσιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[удобный для возделывания]] (χωρία Plat., Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[поддающийся обработке]], [[строительный]] (λίθοι Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[податливый]] ([[φύσις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργάσιμος''': -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα Πολυδ. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) [[ἐργάσιμος]] [[ἡμέρα]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ [[τάξις]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) [[δραστήριος]], [[θρασύτης]] Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7. | |lstext='''ἐργάσιμος''': -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα Πολυδ. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) [[ἐργάσιμος]] [[ἡμέρα]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ [[τάξις]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) [[δραστήριος]], [[θρασύτης]] Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ἐργάσιμος:''' [ᾰ], -ον ([[ἐργάζομαι]]), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐργάσιμος:''' [ᾰ], -ον ([[ἐργάζομαι]]), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ἐργᾰ́σιμος, ον [[ἐργάζομαι]]<br />of [[land]], [[arable]], Xen., etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[arable]]=== | ||
Azerbaijani: əkinəyararlı, əkinə yararlı; Bulgarian: орна; Catalan: cultivable; Chinese Mandarin: 可耕的, 耕地; Czech: orný; Danish: dyrkbar; Dutch: [[bebouwbaar]]; Esperanto: kultivebla; Finnish: viljelyskelpoinen; French: [[arable]], [[cultivable]]; German: [[bebaubar]], [[anbaufähig]], [[urbar]]; Hungarian: művelhető; Indonesian: layak tanam; Interlingua: arabile; Irish: arúil; Italian: [[arabile]]; Latin: [[arvus]]; Malayalam: കൃഷിയോഗ്യമായ; Maori: tāmata; Middle English: arable, erable; Norwegian Bokmål: dyrkbar; Nynorsk: dyrkbar; Polish: orny; Portuguese: [[arável]], [[agricultável]]; Romanian: arabil; Russian: [[пахотный]]; Spanish: [[arable]], [[cultivable]]; Swedish: odlingsbar | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:31, 23 March 2024
English (LSJ)
ἐργάσιμον,
A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109; σκεῦος ἐργάσιμον δέρματος LXX Le.13.49; mostly of land, ἐργάσιμα χωρία tillable land, Pl.Lg.639a,958d, Arist.Pr.924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.)); τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16, etc.; τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμον ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.); ἡ ἐργάσιμος (sc. γῆ) Thphr. HP 6.3.5.
2 ἐργάσιμος ἡμέρα a work-day, LXX 1 Ki.20.19.
3 ἐργάσιμον, τό, cost of manufacture, ἄρτων UPZ149.25, cf. 20 (ii B.C.).
II Act., working for a livelihood, τὸ ἐργάσιμον = the working people, App.BC3.72; especially of courtesans, Artem.1.78.
2 active, θρασύτης Orph.H.60.7.
German (Pape)
[Seite 1019] ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, θρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on peut travailler, exploiter ; particul. qu'on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐργάσιμος:
1 удобный для возделывания (χωρία Plat., Arst.);
2 поддающийся обработке, строительный (λίθοι Plut.);
3 податливый (φύσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργάσιμος: -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα Πολυδ. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) ἐργάσιμος ἡμέρα, ἡμέρα καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ τάξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) δραστήριος, θρασύτης Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐργάσιμος, -ον και -ος, -η, -ον) εργασία
ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου»)
αρχ.-μσν.
(για γη) καλλιεργήσιμος
αρχ.
1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος», ΠΔ)
2. εργατικός, δουλευτής
3. (για πόρνη) αυτή που δουλεύει με το σώμα της
4. ενεργητικός, δραστήριος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργάσιμον
α) τιμή, δαπάνη κατασκευής, κόστος
β) η εργατική τάξη.
Greek Monotonic
ἐργάσιμος: [ᾰ], -ον (ἐργάζομαι), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐργᾰ́σιμος, ον ἐργάζομαι
of land, arable, Xen., etc.
Translations
arable
Azerbaijani: əkinəyararlı, əkinə yararlı; Bulgarian: орна; Catalan: cultivable; Chinese Mandarin: 可耕的, 耕地; Czech: orný; Danish: dyrkbar; Dutch: bebouwbaar; Esperanto: kultivebla; Finnish: viljelyskelpoinen; French: arable, cultivable; German: bebaubar, anbaufähig, urbar; Hungarian: művelhető; Indonesian: layak tanam; Interlingua: arabile; Irish: arúil; Italian: arabile; Latin: arvus; Malayalam: കൃഷിയോഗ്യമായ; Maori: tāmata; Middle English: arable, erable; Norwegian Bokmål: dyrkbar; Nynorsk: dyrkbar; Polish: orny; Portuguese: arável, agricultável; Romanian: arabil; Russian: пахотный; Spanish: arable, cultivable; Swedish: odlingsbar