ἐρέτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eretis
|Transliteration C=eretis
|Beta Code=e)re/ths
|Beta Code=e)re/ths
|Definition=ου, ὁ, mostly in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rowers]], <span class="bibl">Od.1.280</span>, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span> 39</span>(anap.), <span class="bibl">Hdt.6.12</span>, <span class="bibl">Th.1.31</span>, etc. : sg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>542</span> : metaph., <b class="b3">κυλίκων ἐρέται</b>, of tipplers, <span class="bibl">Dionys.Eleg.5.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl., also, [[oars]], AP6.4.6 (Leon.). (Root [[era]]-, cf. Skt. [[aritár]]- 'rower', <b class="b3">ἁλι-ήρης, τρι-ήρης</b>, etc.)</span>
|Definition=ἐρέτου, ὁ, mostly in plural,<br><span class="bld">A</span> [[rower]]s, Od.1.280, al., [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 39(anap.), [[Herodotus|Hdt.]]6.12, Th.1.31, etc.: sg., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''542: metaph., <b class="b3">κυλίκων ἐρέται</b>, of [[tippler]]s, Dionys.Eleg.5.2.<br><span class="bld">II</span> in plural, also, [[oar]]s, AP6.4.6 (Leon.). (Root [[era]]-, cf. Skt. aritár- '[[rower]]', [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], etc.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1025.png Seite 1025]] ὁ (s. [[ἐρέσσω]]), der Ruderer, Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1025.png Seite 1025]] ὁ (s. [[ἐρέσσω]]), der [[Ruderer]], Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[rameur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐρέσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρέτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> преимущ. pl. гребец Hom., Her., Thuc., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (только pl.) весло Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρέτης''': -ου, ([[ἐρέσσω]]), [[κωπηλάτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]], κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
|lstext='''ἐρέτης''': -ου, ([[ἐρέσσω]]), [[κωπηλάτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]], κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rameur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρέσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εικόσ</i>-<i>ορος</i>, <i>πεντηκόντ</i>-<i>ορος</i>, <i>τριακόντ</i>-<i>ερος</i>, <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]].
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους ([[πρβλ]]. [[εικόσορος]], [[πεντηκόντορος]], [[τριακόντερος]], <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κωπηλάτης]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. Αττ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[κουπιά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἐρέσσω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κωπηλάτης]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. Αττ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. επίσης, [[κουπιά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρέτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. гребец Hom., Her., Thuc., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> (только pl.) весло Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[rower]] (Il.),<br />Other forms: myk. <b class="b2">e-re-ta</b>; [[eree]] \/[[erehen]]\/ Perpillou, Minos 9\/2,1968, 208-212.<br />Compounds: As 2. member in <b class="b3">ὑπ-ηρέτης</b>, s. v.<br />Derivatives: [[ἐρετικός]] [[concerning the rowers]] (Att.); collective abstrakt [[εἰρεσίη]], <b class="b3">-ία</b> (<b class="b3">εἰ-</b> metr. lengthening, maintained in prose) [[the rowers]] (Od.); denomin. verb [[ἐρέσσω]], rare Att. [[ἐρέττω]], aor. <b class="b3">ἐρέσ(σ)αι</b> [[row]] (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. [[ἐρετμόν]] n. [[oar]] (Il.) with [[ἐρετμόω]] [[complete with oars]] (E.), PN [[Ἐρετμεύς]] (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf <b class="b3">-ευς</b> 121). - Here also the PN [[Ἐρέτρια]] as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in <b class="b3">-ηρης</b> and <b class="b3">-ερος</b>, <b class="b3">-ορος</b> like <b class="b3">τρι-ήρης</b> [[three-rower]] (Ion.-Att.), <b class="b3">ἁλι-ήρης</b> [[rowing the sea]] ([[κώπη]] E. Hek. 455 [lyr.]), [[πεντηκόντερος]], <b class="b3">πεντηκόντ-ορος</b> [[fifty-rower]] (Ion.-Att.), s. below.<br />Origin: IE [Indo-European] [338] <b class="b2">*h₁erh₁-</b>, <b class="b2">h₁reh₁-</b> [[row]]<br />Etymology: The agent noun <b class="b3">ἐρέ-της</b> points like the synonymous Skt. <b class="b2">ari-tár-</b> (= Gr. <b class="b3">*ἐρε-τήρ</b> (<b class="b2">*h₁erh₁-</b>) in <b class="b3">Ἐρέτρ-ια</b>) to a disyllabic primary verb [[row]], which in Greek was replaced by the denominative [[ἐρέσσω]] (uncertain Myc. <b class="b2">e-re-e</b>), but is present in other languages: Lith. <b class="b2">iriù</b>, <b class="b2">ìrti</b> (with acute, agreeing with disyllabic <b class="b3">ἐρε-</b>, < <b class="b2">*h₁r̥h₁-</b>), Germ., e. g. ONo. [[rōa]], Celt., e. g. OIr. [[imb-rā]] [[row]], [[sail]] (IE <b class="b2">rō-</b> against <b class="b2">rē-</b> (i. e. <b class="b2">*h₁reh₁- *h₁roh₁-</b>) in Lat. [[rēmus]], cf. below). Traces of this verb in Greek in <b class="b3">τρι-ήρης</b> [[three-rower]] etc. (with compositional lengthening and ending after the <b class="b3">σ-</b>stems), <b class="b3">πεντηκόντ-ερος</b>, <b class="b3">-ορος</b> [[fifty-rower]] etc. (after the <b class="b3">ο-</b>stems, also with <b class="b3">-ο-</b> after <b class="b3">-γονος</b>, <b class="b3">-φορος</b> a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with <b class="b3">το-</b>suffix (Lesb.) <b class="b3">τέρρητον τριήρης</b> H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for <b class="b3">*τερρ-έρητον</b> < <b class="b3">*τρι-έρητον</b>, cf. Schwyzer 274. - On influence of [[ἐρέτης]] rests prob. the form [[ἐρετμόν]] against Skt. <b class="b2">arí-tr-a-</b> [[oar]] (from <b class="b2">ari-tár-</b>), Lat. [[rēmus]] (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. [[rēmus]].
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[rower]] (Il.),<br />Other forms: myk. [[e-re-ta]]; [[eree]] /[[erehen]]/ Perpillou, Minos 9/2,1968, 208-212.<br />Compounds: As 2. member in <b class="b3">ὑπ-ηρέτης</b>, s. v.<br />Derivatives: [[ἐρετικός]] [[concerning the rowers]] (Att.); collective abstrakt [[εἰρεσίη]], <b class="b3">-ία</b> (<b class="b3">εἰ-</b> metr. lengthening, maintained in prose) [[the rowers]] (Od.); denomin. verb [[ἐρέσσω]], rare Att. [[ἐρέττω]], aor. <b class="b3">ἐρέσ(σ)αι</b> [[row]] (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. [[ἐρετμόν]] n. [[oar]] (Il.) with [[ἐρετμόω]] [[complete with oars]] (E.), PN [[Ἐρετμεύς]] (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf <b class="b3">-ευς</b> 121). - Here also the PN [[Ἐρέτρια]] as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in <b class="b3">-ηρης</b> and <b class="b3">-ερος</b>, <b class="b3">-ορος</b> like <b class="b3">τρι-ήρης</b> [[three-rower]] (Ion.-Att.), <b class="b3">ἁλι-ήρης</b> [[rowing the sea]] ([[κώπη]] E. Hek. 455 [lyr.]), [[πεντηκόντερος]], <b class="b3">πεντηκόντ-ορος</b> [[fifty-rower]] (Ion.-Att.), s. below.<br />Origin: IE [Indo-European] [338] <b class="b2">*h₁erh₁-</b>, [[h₁reh₁-]] [[row]]<br />Etymology: The agent noun <b class="b3">ἐρέ-της</b> points like the synonymous Skt. [[ari-tár-]] (= Gr. <b class="b3">*ἐρε-τήρ</b> (<b class="b2">*h₁erh₁-</b>) in <b class="b3">Ἐρέτρ-ια</b>) to a disyllabic primary verb [[row]], which in Greek was replaced by the denominative [[ἐρέσσω]] (uncertain Myc. [[e-re-e]]), but is present in other languages: Lith. [[iriù]], [[ìrti]] (with acute, agreeing with disyllabic <b class="b3">ἐρε-</b>, < <b class="b2">*h₁r̥h₁-</b>), Germ., e. g. ONo. [[rōa]], Celt., e. g. OIr. [[imb-rā]] [[row]], [[sail]] (IE [[rō-]] against [[rē-]] (i. e. <b class="b2">*h₁reh₁- *h₁roh₁-</b>) in Lat. [[rēmus]], cf. below). Traces of this verb in Greek in <b class="b3">τρι-ήρης</b> [[three-rower]] etc. (with compositional lengthening and ending after the <b class="b3">σ-</b>stems), <b class="b3">πεντηκόντ-ερος</b>, <b class="b3">-ορος</b> [[fifty-rower]] etc. (after the <b class="b3">ο-</b>stems, also with <b class="b3">-ο-</b> after <b class="b3">-γονος</b>, <b class="b3">-φορος</b> a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with <b class="b3">το-</b>suffix (Lesb.) <b class="b3">τέρρητον τριήρης</b> H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for <b class="b3">*τερρ-έρητον</b> < <b class="b3">*τρι-έρητον</b>, cf. Schwyzer 274. - On influence of [[ἐρέτης]] rests prob. the form [[ἐρετμόν]] against Skt. [[arí-tr-a-]] [[oar]] (from [[ari-tár-]]), Lat. [[rēmus]] (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. [[rēmus]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρέτης]], ου, [[ἐρέσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rower]], Od., Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> in pl., also, oars, Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐρέτης]], ου, [[ἐρέσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rower]], Od., Hdt., [[Attic]]<br /><b class="num">II.</b> in plural, also, oars, Anth.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἐρέτης''': {erétēs}<br />'''Forms''': myk. ''e''-''re''-''ta''.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Ruderer]] (seit Il.),<br />'''Composita''' : Als Hinterglied in [[ὑπηρέτης]], s. d.<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. [[ἐρετικός]] [[die Ruderer betreffend]] (att.); 2. kollektive Abstraktbildung εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. Dehnung, auch in der Prosa behalten) [[Rudermannschaft]], auf [[ἐρέσσω]] bezogen = [[das Rudern]] (seit Od.); denominatives Verb [[ἐρέσσω]], selten att. [[ἐρέττω]], Aor. ἐρέσ(σ)αι [[rudern]] (seit Il.; zur Bildung Schwyzer 725). — Daneben das Nomen instr. [[ἐρετμόν]] n. [[Ruder]] (poet. seit Il.) mit [[ἐρετμόω]] [[mit Rudern versehen]] (E. u. a.), EN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). — Hierher noch der ON [[Ἐρέτρια]] als "die Ruderin, die rudernde Stadt", zunächst von *ἐρετήρ, s. unten. — Für sich stehen die Nomina auf -ηρης und -ερος, -ορος wie [[τριήρης]] [[Dreiruderer]] (ion. att.), [[ἁλιήρης]] [[meerdurchrudernd]] ([[κώπη]] E. ''Hek''. 455 [lyr.]), [[πεντηκόντερος]], [[πεντηκόντορος]] [[Fünfzigruderer]] (ion. att.), s. unten.<br />'''Etymology''' : Das Nomen agentis [[ἐρέτης]] setzt wie das synonyme aind. ''ari''-''tár''- (= gr. *ἐρετήρ in [[Ἐρέτρια]]) ein zweisilbiges primäres Verb [[rudern]] voraus, das im Griechischen von dem Denominativum [[ἐρέσσω]] verdrängt worden ist (sehr unsicher myk. ''e''-''re''-''e''), aber in anderen Sprachen noch lebt: lit. ''iriù'', ''ìrti'' (mit Stoßton, dem zweisilbigen ἐρε- entsprechend), germ., z. B. ano. ''rōa'', kelt., z. B. air. ''imb''-''rā'' [[rudern]], [[zu Schiffe fahren]] (idg. ''rō''- gegenüber ''rē''- in lat. ''rēmus'', vgl. unten). Auch im Griechischen liegen wahrscheinlich Spuren von diesem Verb vor in [[τριήρης]] [[Dreiruderer]] usw. (mit kompositioneller Dehnung und Ausgang nach den σ-Stämmen), [[πεντηκόντερος]], -ορος [[Fünfzigruderer]] usw. (nach den ο-Stämmen, dazu mit -ο- nach -γονος, -φορος u. a.; nicht mit J. Schmidt KZ 32, 327 Vokalharmonie). Dazu vielleicht mit το-Suffix (lesb.) τέρρητον· [[τριήρης]] H., falls mit Brugmann IF 13, 152f. haplologisch für *τερρέρητον aus *τριέρητον, vgl. Schwyzer 274. — Auf Einfluß von [[ἐρέτης]] beruht wahrscheinlich die Form [[ἐρετμόν]] gegenüber aind. ''arí''-''tr''-''a''- [[Ruder]] (von ''ari''-''tár''-), lat. ''rēmus'' (Bildung nicht eindeutig). — Einzelheiten bei Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; dazu WP. 1, 143f., Pok. 338, W.-Hofmann s. ''rēmus''.<br />'''Page''' 1,553-554
|ftr='''ἐρέτης''': {erétēs}<br />'''Forms''': myk. ''e''-''re''-''ta''.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Ruderer]] (seit Il.),<br />'''Composita''': Als Hinterglied in [[ὑπηρέτης]], s. d.<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. [[ἐρετικός]] [[die Ruderer betreffend]] (att.); 2. kollektive Abstraktbildung εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. Dehnung, auch in der Prosa behalten) [[Rudermannschaft]], auf [[ἐρέσσω]] bezogen = [[das Rudern]] (seit Od.); denominatives Verb [[ἐρέσσω]], selten att. [[ἐρέττω]], Aor. ἐρέσ(σ)αι [[rudern]] (seit Il.; zur Bildung Schwyzer 725). — Daneben das Nomen instr. [[ἐρετμόν]] n. [[Ruder]] (poet. seit Il.) mit [[ἐρετμόω]] [[mit Rudern versehen]] (E. u. a.), EN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). — Hierher noch der ON [[Ἐρέτρια]] als "die Ruderin, die rudernde Stadt", zunächst von *ἐρετήρ, s. unten. — Für sich stehen die Nomina auf -ηρης und -ερος, -ορος wie [[τριήρης]] [[Dreiruderer]] (ion. att.), [[ἁλιήρης]] [[meerdurchrudernd]] ([[κώπη]] E. ''Hek''. 455 [lyr.]), [[πεντηκόντερος]], [[πεντηκόντορος]] [[Fünfzigruderer]] (ion. att.), s. unten.<br />'''Etymology''': Das Nomen agentis [[ἐρέτης]] setzt wie das synonyme aind. ''ari''-''tár''- (= gr. *ἐρετήρ in [[Ἐρέτρια]]) ein zweisilbiges primäres Verb [[rudern]] voraus, das im Griechischen von dem Denominativum [[ἐρέσσω]] verdrängt worden ist (sehr unsicher myk. ''e''-''re''-''e''), aber in anderen Sprachen noch lebt: lit. ''iriù'', ''ìrti'' (mit Stoßton, dem zweisilbigen ἐρε- entsprechend), germ., z. B. ano. ''rōa'', kelt., z. B. air. ''imb''-''rā'' [[rudern]], [[zu Schiffe fahren]] (idg. ''rō''- gegenüber ''rē''- in lat. ''rēmus'', vgl. unten). Auch im Griechischen liegen wahrscheinlich Spuren von diesem Verb vor in [[τριήρης]] [[Dreiruderer]] usw. (mit kompositioneller Dehnung und Ausgang nach den σ-Stämmen), [[πεντηκόντερος]], -ορος [[Fünfzigruderer]] usw. (nach den ο-Stämmen, dazu mit -ο- nach -γονος, -φορος u. a.; nicht mit J. Schmidt KZ 32, 327 Vokalharmonie). Dazu vielleicht mit το-Suffix (lesb.) τέρρητον· [[τριήρης]] H., falls mit Brugmann IF 13, 152f. haplologisch für *τερρέρητον aus *τριέρητον, vgl. Schwyzer 274. — Auf Einfluß von [[ἐρέτης]] beruht wahrscheinlich die Form [[ἐρετμόν]] gegenüber aind. ''arí''-''tr''-''a''- [[Ruder]] (von ''ari''-''tár''-), lat. ''rēmus'' (Bildung nicht eindeutig). — Einzelheiten bei Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; dazu WP. 1, 143f., Pok. 338, W.-Hofmann s. ''rēmus''.<br />'''Page''' 1,553-554
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κωπηλάτης]]). Πρωτότυπη λέξη, ἀπό ὅπου τά παράγωγα: [[ἐρέσσω]] (=[[κωπηλατῶ]]), [[ἐρετικός]], τό [[ἐρετμόν]] (=[[κουπί]]), [[εἰρεσία]] (=[[κωπηλασία]]), [[ὑπηρέτης]], ὑπηρετῶ, [[ὑπηρεσία]], [[τριήρης]], [[ἀμφήρης]], [[πεντηκόντορος]], [[ἐρετμόω]] (=[[ἐφοδιάζω]] μέ κουπιά), [[Ἐρέτρια]], [[παρεξειρεσία]] (=ἡ πλώρη ἤ ἡ [[πρύμνη]] τοῦ πλοίου).
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[remex]]'', [[rower]], [[oarsman]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.31.1/ 1.31.1].
}}
{{trml
|trtx====[[rower]]===
Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: [[rameur]]; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: [[Ruderer]]; Greek: [[κωπηλάτης]]; Ancient Greek: [[ἐλατήρ]], [[ἐπίκωπος]], [[ἐρέτης]], [[κωπηλάτης]], [[νεηλάτης]], [[πρόπολος]], [[πρόσκωπος]], [[ὑπηρέτας]], [[ὑπηρέτης]]; Hebrew: חוֹתֵר‎, מְשׁוֹטָאי‎; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: [[rematore]], [[rematrice]]; Latin: [[remex]]; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی‎; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: [[remador]], [[remeiro]]; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: [[гребец]]; Spanish: [[remero]], [[remador]], [[boga]], [[bogador]]; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi
}}
}}

Latest revision as of 15:39, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρέτης Medium diacritics: ἐρέτης Low diacritics: ερέτης Capitals: ΕΡΕΤΗΣ
Transliteration A: erétēs Transliteration B: eretēs Transliteration C: eretis Beta Code: e)re/ths

English (LSJ)

ἐρέτου, ὁ, mostly in plural,
A rowers, Od.1.280, al., A.Pers. 39(anap.), Hdt.6.12, Th.1.31, etc.: sg., Ar.Eq.542: metaph., κυλίκων ἐρέται, of tipplers, Dionys.Eleg.5.2.
II in plural, also, oars, AP6.4.6 (Leon.). (Root era-, cf. Skt. aritár- 'rower', ἁλιήρης, τριήρης, etc.)

German (Pape)

[Seite 1025] ὁ (s. ἐρέσσω), der Ruderer, Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rameur.
Étymologie: ἐρέσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρέτης: ου ὁ1) преимущ. pl. гребец Hom., Her., Thuc., Xen., Arst.;
2) (только pl.) весло Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέτης: -ου, (ἐρέσσω), κωπηλάτης, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. προσέτι, κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.

English (Autenrieth)

pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρέτης)
κωπηλάτης
αρχ.
1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται
τα κουπιά
2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα er∂- «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο ρήμα που αντικαταστάθηκε από το ερέσσω, ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. iriu, irti, στο αρχ. ιρλ. imb-rā και με θ. rō- στο αρχ. ισλ. rōa. Προς το αρχ. ινδ. ari-tar αντιστοιχεί τ. ερετήρ, από τον οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Ερέτρια «η κωπηλάτις». Ο τ. ερέτης απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις υπ-ηρέτης —όπου το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»— και αυτερέτης, ενώ η ρίζα του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -ορος ή -ερος και -ηρης (το τελευταίο είναι επίσης προϊόν της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε πολλά σύνθετα που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως προς τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (πρβλ. εικόσορος, πεντηκόντορος, τριακόντερος, αλι-ήρης, τρι-ήρης, τετρ-ήρης). Τέλος, από τον τ. ερέτης προέρχεται το μετονοματικό ρ. ερέσσω που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτό το ρ. ελαύνω].

Greek Monotonic

ἐρέτης: -ου, ὁ (ἐρέσσω),·
I. κωπηλάτης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. Αττ.
II. στον πληθ. επίσης, κουπιά, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: rower (Il.),
Other forms: myk. e-re-ta; eree /erehen/ Perpillou, Minos 9/2,1968, 208-212.
Compounds: As 2. member in ὑπ-ηρέτης, s. v.
Derivatives: ἐρετικός concerning the rowers (Att.); collective abstrakt εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. lengthening, maintained in prose) the rowers (Od.); denomin. verb ἐρέσσω, rare Att. ἐρέττω, aor. ἐρέσ(σ)αι row (Il.; on the formation Schwyzer 725). - Beside these the noun instr. ἐρετμόν n. oar (Il.) with ἐρετμόω complete with oars (E.), PN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). - Here also the PN Ἐρέτρια as "the rowing (town)". - On themselves the nouns in -ηρης and -ερος, -ορος like τρι-ήρης three-rower (Ion.-Att.), ἁλι-ήρης rowing the sea (κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντ-ορος fifty-rower (Ion.-Att.), s. below.
Origin: IE [Indo-European] [338] *h₁erh₁-, h₁reh₁- row
Etymology: The agent noun ἐρέ-της points like the synonymous Skt. ari-tár- (= Gr. *ἐρε-τήρ (*h₁erh₁-) in Ἐρέτρ-ια) to a disyllabic primary verb row, which in Greek was replaced by the denominative ἐρέσσω (uncertain Myc. e-re-e), but is present in other languages: Lith. iriù, ìrti (with acute, agreeing with disyllabic ἐρε-, < *h₁r̥h₁-), Germ., e. g. ONo. rōa, Celt., e. g. OIr. imb-rā row, sail (IE rō- against rē- (i. e. *h₁reh₁- *h₁roh₁-) in Lat. rēmus, cf. below). Traces of this verb in Greek in τρι-ήρης three-rower etc. (with compositional lengthening and ending after the σ-stems), πεντηκόντ-ερος, -ορος fifty-rower etc. (after the ο-stems, also with -ο- after -γονος, -φορος a. o.; not with J. Schmidt KZ 32, 327 vowel-harmony). Perhaps with το-suffix (Lesb.) τέρρητον τριήρης H., if with Brugmann IF 13, 152f. haplological for *τερρ-έρητον < *τρι-έρητον, cf. Schwyzer 274. - On influence of ἐρέτης rests prob. the form ἐρετμόν against Skt. arí-tr-a- oar (from ari-tár-), Lat. rēmus (formation unclear). - Details in Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; further Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.

Middle Liddell

ἐρέτης, ου, ἐρέσσω
I. a rower, Od., Hdt., Attic
II. in plural, also, oars, Anth.

Frisk Etymology German

ἐρέτης: {erétēs}
Forms: myk. e-re-ta.
Grammar: m.
Meaning: Ruderer (seit Il.),
Composita: Als Hinterglied in ὑπηρέτης, s. d.
Derivative: Ableitungen. 1. ἐρετικός die Ruderer betreffend (att.); 2. kollektive Abstraktbildung εἰρεσίη, -ία (εἰ- metr. Dehnung, auch in der Prosa behalten) Rudermannschaft, auf ἐρέσσω bezogen = das Rudern (seit Od.); denominatives Verb ἐρέσσω, selten att. ἐρέττω, Aor. ἐρέσ(σ)αι rudern (seit Il.; zur Bildung Schwyzer 725). — Daneben das Nomen instr. ἐρετμόν n. Ruder (poet. seit Il.) mit ἐρετμόω mit Rudern versehen (E. u. a.), EN Ἐρετμεύς (θ 111; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). — Hierher noch der ON Ἐρέτρια als "die Ruderin, die rudernde Stadt", zunächst von *ἐρετήρ, s. unten. — Für sich stehen die Nomina auf -ηρης und -ερος, -ορος wie τριήρης Dreiruderer (ion. att.), ἁλιήρης meerdurchrudernd (κώπη E. Hek. 455 [lyr.]), πεντηκόντερος, πεντηκόντορος Fünfzigruderer (ion. att.), s. unten.
Etymology: Das Nomen agentis ἐρέτης setzt wie das synonyme aind. ari-tár- (= gr. *ἐρετήρ in Ἐρέτρια) ein zweisilbiges primäres Verb rudern voraus, das im Griechischen von dem Denominativum ἐρέσσω verdrängt worden ist (sehr unsicher myk. e-re-e), aber in anderen Sprachen noch lebt: lit. iriù, ìrti (mit Stoßton, dem zweisilbigen ἐρε- entsprechend), germ., z. B. ano. rōa, kelt., z. B. air. imb- rudern, zu Schiffe fahren (idg. - gegenüber - in lat. rēmus, vgl. unten). Auch im Griechischen liegen wahrscheinlich Spuren von diesem Verb vor in τριήρης Dreiruderer usw. (mit kompositioneller Dehnung und Ausgang nach den σ-Stämmen), πεντηκόντερος, -ορος Fünfzigruderer usw. (nach den ο-Stämmen, dazu mit -ο- nach -γονος, -φορος u. a.; nicht mit J. Schmidt KZ 32, 327 Vokalharmonie). Dazu vielleicht mit το-Suffix (lesb.) τέρρητον· τριήρης H., falls mit Brugmann IF 13, 152f. haplologisch für *τερρέρητον aus *τριέρητον, vgl. Schwyzer 274. — Auf Einfluß von ἐρέτης beruht wahrscheinlich die Form ἐρετμόν gegenüber aind. arí-tr-a- Ruder (von ari-tár-), lat. rēmus (Bildung nicht eindeutig). — Einzelheiten bei Schwyzer KZ 63, 52ff., Hermann Gött. Nachr. 1943, 3f.; dazu WP. 1, 143f., Pok. 338, W.-Hofmann s. rēmus.
Page 1,553-554

Mantoulidis Etymological

(=κωπηλάτης). Πρωτότυπη λέξη, ἀπό ὅπου τά παράγωγα: ἐρέσσω (=κωπηλατῶ), ἐρετικός, τό ἐρετμόν (=κουπί), εἰρεσία (=κωπηλασία), ὑπηρέτης, ὑπηρετῶ, ὑπηρεσία, τριήρης, ἀμφήρης, πεντηκόντορος, ἐρετμόω (=ἐφοδιάζω μέ κουπιά), Ἐρέτρια, παρεξειρεσία (=ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύμνη τοῦ πλοίου).

Lexicon Thucydideum

remex, rower, oarsman, 1.31.1.

Translations

rower

Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר‎, מְשׁוֹטָאי‎; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی‎; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi