ἐρίθακος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erithakos | |Transliteration C=erithakos | ||
|Beta Code=e)ri/qakos | |Beta Code=e)ri/qakos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[robin-redbreast]], [[Erithacus rubecula]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''592b22, ''Gp.''15.1.22, etc.; cf. [[ἐριθεύς]], [[ἐρίθυλος]]:—the bird described as imitative by Porph.''Abst.''3.4 must be different. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch [[ἐριθεύς]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch [[ἐριθεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρίθακος:''' [[varia lectio|v.l.]] ἐριθακός ὁ [[эритак]] (птица, способная перенимать человеческую речь) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρίθακος]], ὁ (AM)<br />Ι. ωδικό [[πτηνό]] που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο [[παπαγάλος]]<br />ονομάζεται και [[εριθεύς]], [[ερίθυλος]], [[φοινίκουρος]] (κν. [[πετρίτης]])<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[έριθος]]. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: [[εριθεύς]] και [[ερίθυλος]]]. | |mltxt=[[ἐρίθακος]], ὁ (AM)<br />Ι. ωδικό [[πτηνό]] που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο [[παπαγάλος]]<br />ονομάζεται και [[εριθεύς]], [[ερίθυλος]], [[φοινίκουρος]] (κν. [[πετρίτης]])<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[έριθος]]. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: [[εριθεύς]] και [[ερίθυλος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἐρίθακος''': (Arist. u. a.),<br />{eríthakos}<br />'''Forms''': [[ἐριθεύς]] (Thphr. u. a.), [[ἐρίθυλος]] (Sch.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Name eines Vogels, wahrscheinlich [[Rotkehlchen]] (s. Thompson Birds s. v.).<br />'''Derivative''': [[ἐριθάκη]] f. [[Bienenbrot]] (Arist., Varr., Plin.). — Adj. [[ἐριθακώδης]] (γραῖαι Epich. 61; Bed. unklar).<br />'''Etymology''' : Wahrscheinlich zu [[ἔριθος]], s. d. Nach Gehring Glotta 14, 183 dagegen vorgriechisch.<br />'''Page''' 1,558 | |ftr='''ἐρίθακος''': (Arist. u. a.),<br />{eríthakos}<br />'''Forms''': [[ἐριθεύς]] (Thphr. u. a.), [[ἐρίθυλος]] (Sch.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Name eines Vogels, wahrscheinlich [[Rotkehlchen]] (s. Thompson Birds s. v.).<br />'''Derivative''': [[ἐριθάκη]] f. [[Bienenbrot]] (Arist., Varr., Plin.). — Adj. [[ἐριθακώδης]] (γραῖαι Epich. 61; Bed. unklar).<br />'''Etymology''': Wahrscheinlich zu [[ἔριθος]], s. d. Nach Gehring Glotta 14, 183 dagegen vorgriechisch.<br />'''Page''' 1,558 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 24 November 2023
English (LSJ)
ὁ, robin-redbreast, Erithacus rubecula, Arist.HA592b22, Gp.15.1.22, etc.; cf. ἐριθεύς, ἐρίθυλος:—the bird described as imitative by Porph.Abst.3.4 must be different.
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριθεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίθακος: v.l. ἐριθακός ὁ эритак (птица, способная перенимать человеческую речь) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίθακος: ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ ψιττακός, «ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ ἀλλήλων· ἔστι δὲ ὁ μὲν ἐρίθακος χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ αὐτοῦ 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ ὄρνεον ὑπὸ μέν τινων καλούμενον ἐριθεύς, ὑπὸ δὲ ἑτέρων ἐρίθυλος, ὑπὸ τῶν πλειόνων ἐρίθακος» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ ἐρίθακος εἶναι ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».
Greek Monolingual
ἐρίθακος, ὁ (AM)
Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος
ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης)
2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έριθος. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: εριθεύς και ερίθυλος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, prob. robin-redbreast, Erithacus rubecula (Arist.), s. Thompson Birds s. v.
Other forms: ἐριθεύς (Thphr.), ἐρίθυλος (Sch.)
Derivatives: Adj. ἐριθακώδης (γραῖαι Epich. 61; meaning unclear; see on ἐριθάκη).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From ἔριθος s.v., but DELG asks why? See Bosshardt, Nomina auf -ευς 67ff. and Thompson, Birds s.v.
Frisk Etymology German
ἐρίθακος: (Arist. u. a.),
{eríthakos}
Forms: ἐριθεύς (Thphr. u. a.), ἐρίθυλος (Sch.)
Grammar: m.
Meaning: Name eines Vogels, wahrscheinlich Rotkehlchen (s. Thompson Birds s. v.).
Derivative: ἐριθάκη f. Bienenbrot (Arist., Varr., Plin.). — Adj. ἐριθακώδης (γραῖαι Epich. 61; Bed. unklar).
Etymology: Wahrscheinlich zu ἔριθος, s. d. Nach Gehring Glotta 14, 183 dagegen vorgriechisch.
Page 1,558