ὁμοχοῖνιξ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omochoiniks
|Transliteration C=omochoiniks
|Beta Code=o(moxoi=nic
|Beta Code=o(moxoi=nic
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who shares the same]] [[χοῖνιξ]], Plu.2.643d.</span>
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, [[one who shares the same choenix]] ([[χοῖνιξ]]), Plu.2.643d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ικος, ὁ, der mit einem Andern zusammen seinen [[χοῖνιξ]] bekommt, bes. Mitsklav; Plut. Sympos. 2, 10 vrbdt οὐ μόνον ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] ικος, ὁ, der mit einem Andern zusammen seinen [[χοῖνιξ]] bekommt, bes. Mitsklav; Plut. Sympos. 2, 10 vrbdt οὐ μόνον ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />compagnon de chénice, <i>càd</i> compagnon d'esclavage (qui reçoit la ration commune d'un chénice de blé {ou qui est enchaîné au même chénice}).<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χοῖνιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοχοῖνιξ:''' ῐκος ὁ [[получающий такой же хеник]] (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοχοῖνιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ λαμβάνων τὴν αὐτὴν μερίδα μετ’ ἄλλων, Πλούτ. 2. 643D.
|lstext='''ὁμοχοῖνιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ λαμβάνων τὴν αὐτὴν μερίδα μετ’ ἄλλων, Πλούτ. 2. 643D.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />compagnon de chénice, <i>càd</i> compagnon d’esclavage (qui reçoit la ration commune d’un chénice de blé {ou qui est enchaîné au même chénice}).<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χοῖνιξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁμοχοῑνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (<b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-[[χοίνιξ]])].
|mltxt=ὁμοχοῖνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο [[μερίδιο]] με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾶσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» ([[πρβλ]]. [[ημιχοίνιξ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοχοῖνιξ:''' ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοχοῖνιξ Medium diacritics: ὁμοχοῖνιξ Low diacritics: ομοχοίνιξ Capitals: ΟΜΟΧΟΙΝΙΞ
Transliteration A: homochoînix Transliteration B: homochoinix Transliteration C: omochoiniks Beta Code: o(moxoi=nic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, one who shares the same choenix (χοῖνιξ), Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 342] ικος, ὁ, der mit einem Andern zusammen seinen χοῖνιξ bekommt, bes. Mitsklav; Plut. Sympos. 2, 10 vrbdt οὐ μόνον ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
compagnon de chénice, càd compagnon d'esclavage (qui reçoit la ration commune d'un chénice de blé {ou qui est enchaîné au même chénice}).
Étymologie: ὁμός, χοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος ὁ получающий такой же хеник (хлебный паек), т. е. товарищ по рабству (ὁμοχοίνικες καὶ ὁμόσιτοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοχοῖνιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ λαμβάνων τὴν αὐτὴν μερίδα μετ’ ἄλλων, Πλούτ. 2. 643D.

Greek Monolingual

ὁμοχοῖνιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾶσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων» (πρβλ. ημιχοίνιξ)].