ὠκύμορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okymoros
|Transliteration C=okymoros
|Beta Code=w)ku/moros
|Beta Code=w)ku/moros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quickly dying]], [[dying early]], of Achilles, <span class="bibl">Il.1.417</span>, <span class="bibl">18.95</span>, <span class="bibl">458</span>; ὠκυμορώτατος ἄλλων <span class="bibl">1.505</span>; of the suitors, <span class="bibl">Od.1.266</span>, al.; of [[φιτρός]] of Meleager, <span class="bibl">B.5.141</span>; in Epitaphs, <span class="title">Epigr.Gr.</span>527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, <span class="bibl">Ph.2.45</span>; of flowers, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>4</span>: of things, [[transient]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.6</span>, <span class="bibl">Ph.1.478</span>: neut. pl. as Adv., <span class="title">Supp.Epigr.</span>6.501 (Isaura). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[bringing a quick]] or [[early death]], ἰοί <span class="bibl">Il.15.441</span>, <span class="bibl">Od.22.75</span>; φαρμάκων δυνάμεις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>71</span>; κώνειον -ώτατον <span class="bibl">Id.<span class="title">Dio</span>58</span>.</span>
|Definition=ὠκύμορον,<br><span class="bld">A</span> [[quickly dying]], [[dying early]], of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458; ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505; of the suitors, Od.1.266, al.; of [[φιτρός]] of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, ''Epigr.Gr.''527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.''Ep.''4: of things, [[transient]], J.''AJ''11.3.6, Ph.1.478: neuter plural as adverb, ''Supp.Epigr.''6.501 (Isaura).<br><span class="bld">II</span> Act., [[bringing a quick]] or [[early death]], ἰοί Il.15.441, Od.22.75; φαρμάκων δυνάμεις Plu.''Ant.''71; κώνειον -ώτατον Id.''Dio''58.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui meurt d'une prompte mort]];<br /><b>2</b> [[qui frappe d'une mort prompte]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[μόρος]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>von schnellem [[Geschick]], eines [[schnellen]], frühen Todes [[sterbend]]</i>; Hom. oft, auch im superl. ὠκυμορώτατος, <i>Il</i>. 1.505; sp.D., wie Bian. 17 Diod. 8 (VII.644, 700).<br><b class="num">2</b> akt., <i>[[schnellen]] oder frühen Tod [[bringend]]</i>, ἰοί <i>Il</i>. 15.441; Arist. <i>ep</i>. 3.7 (<i>APP</i> 9.7).
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύμορος:'''<br /><b class="num">1</b> [[обреченный на раннюю смерть]], [[недолговечный]] ([[Ἀχιλλεύς]], μνηστῆρες Hom.; τὸ [[φύσημα]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[безвременно умерший]] ([[παῖς]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[несущий быструю смерть]], [[смертоносный]] (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκύμορος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· [[κώνειον]] ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.
|lstext='''ὠκύμορος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· [[κώνειον]] ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui meurt d’une prompte mort;<br /><b>2</b> qui frappe d’une mort prompte.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[μόρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[sup]]. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a [[speedy]] [[death]], swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, [[swift]]-[[slaying]], Od. 22.75.
|auten=[[sup]]. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a [[speedy]] [[death]], swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, [[swift]]-[[slaying]], Od. 22.75.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που μαραίνεται [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-<i>μορος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που μαραίνεται [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] ([[πρβλ]]. [[ταχύ]]-<i>μορος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύμορος:'''<br /><b class="num">1)</b> обреченный на раннюю смерть, недолговечный ([[Ἀχιλλεύς]], μνηστῆρες Hom.; τὸ [[φύσημα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> безвременно умерший ([[παῖς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> несущий быструю смерть, смертоносный (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκύ-μορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[quickly]]-[[dying]], [[dying]] [[early]], of [[Achilles]], Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.<br /><b class="num">II.</b> act. [[bringing]] a [[quick]] or [[early]] [[death]], Hom.
|mdlsjtxt=ὠκύ-μορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[quickly]]-[[dying]], [[dying]] [[early]], of [[Achilles]], Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.<br /><b class="num">II.</b> act. [[bringing]] a [[quick]] or [[early]] [[death]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμορος Medium diacritics: ὠκύμορος Low diacritics: ωκύμορος Capitals: ΩΚΥΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýmoros Transliteration B: ōkymoros Transliteration C: okymoros Beta Code: w)ku/moros

English (LSJ)

ὠκύμορον,
A quickly dying, dying early, of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458; ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505; of the suitors, Od.1.266, al.; of φιτρός of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, Epigr.Gr.527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.Ep.4: of things, transient, J.AJ11.3.6, Ph.1.478: neuter plural as adverb, Supp.Epigr.6.501 (Isaura).
II Act., bringing a quick or early death, ἰοί Il.15.441, Od.22.75; φαρμάκων δυνάμεις Plu.Ant.71; κώνειον -ώτατον Id.Dio58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui meurt d'une prompte mort;
2 qui frappe d'une mort prompte.
Étymologie: ὠκύς, μόρος.

German (Pape)

1 von schnellem Geschick, eines schnellen, frühen Todes sterbend; Hom. oft, auch im superl. ὠκυμορώτατος, Il. 1.505; sp.D., wie Bian. 17 Diod. 8 (VII.644, 700).
2 akt., schnellen oder frühen Tod bringend, ἰοί Il. 15.441; Arist. ep. 3.7 (APP 9.7).

Russian (Dvoretsky)

ὠκύμορος:
1 обреченный на раннюю смерть, недолговечный (Ἀχιλλεύς, μνηστῆρες Hom.; τὸ φύσημα Luc.);
2 безвременно умерший (παῖς Anth.);
3 несущий быструю смерть, смертоносный (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· κώνειον ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.

English (Autenrieth)

sup. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a speedy death, swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, swift-slaying, Od. 22.75.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα
2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].

Greek Monotonic

ὠκύμορος: -ον, I. αυτός που πεθαίνει γρήγορα, που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων, στο ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὠκύ-μορος, ον,
I. quickly-dying, dying early, of Achilles, Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.
II. act. bringing a quick or early death, Hom.