δίχρονος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
Tag: Undo |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichronos | |Transliteration C=dichronos | ||
|Beta Code=di/xronos | |Beta Code=di/xronos | ||
|Definition= | |Definition=δίχρονον, in Metre,<br><span class="bld">A</span> [[of two quantities]], [[common]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14, Plu.2.737e, S.E.''M.''1.100; <b class="b3">περὶ διχρόνων</b>, title of treatise by Hdn.Gr.<br><span class="bld">II</span> [[consisting of two short syllables]], ([[πούς]]) Heph.3.1, cf. Arc.139.20: metaph. of the pulse, Ruf.''Syn. Puls.''4.4.<br><span class="bld">III</span> [[equivalent to two time-units]], Longin.''Proll.Heph.'' p.87C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> métr.<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser larga o breve]] de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.<i>Comp</i>.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.<i>M</i>.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.<br /><b class="num">2</b> [[consistente en dos sílabas breves]] (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.<i>Prol.Heph</i>.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.<i>Syn.Puls</i>.4.4<br /><b class="num">•</b>[[que tiene dos moras]] de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.<br /><b class="num">II</b> [[que se da en dos momentos distintos]] διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos</i> Heraclit.<i>All</i>.72. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0647.png Seite 647]] zweizeitig, von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0647.png Seite 647]] [[zweizeitig]], von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de pros.</i> [[à deux temps]], <i>càd</i> [[de quantité commune]] ([[longue]] <i>ou</i> [[brève]]).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρόνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίχρονος:'''<br /><b class="num">1</b> (лат. [[anceps]]) [[могущий быть то кратким]], [[то долгим]] (τὰ φωνήεντα Plut. - ''[[sc.]]'' α, ι, υ);<br /><b class="num">2</b> стих. [[равный двум морам]], т. е. [[долгий]] (''[[sc.]]'' [[συλλαβή]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίχρονος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ [[σημεία]] τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100. | |lstext='''δίχρονος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ [[σημεία]] τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρονος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, [[άλλοτε]] μακρόχρονο κι [[άλλοτε]] βραχύχρονο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> [[συλλαβή]] στον στίχο που θεωρείται [[άλλοτε]] μακρόχρονη κι [[άλλοτε]] βραχύχρονη<br /><b>2.</b> αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη [[μηχανή]]»)<br />II <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διχρονίτικος]], [[διετής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίχρονον]] (και ως επίρρ.)<br />[[διάστημα]] δύο ετών, δύο [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές<br /><b>2.</b> ο [[ισοδύναμος]] με δύο ενωμένους χρόνους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 6 June 2024
English (LSJ)
δίχρονον, in Metre,
A of two quantities, common, D.H.Comp.14, Plu.2.737e, S.E.M.1.100; περὶ διχρόνων, title of treatise by Hdn.Gr.
II consisting of two short syllables, (πούς) Heph.3.1, cf. Arc.139.20: metaph. of the pulse, Ruf.Syn. Puls.4.4.
III equivalent to two time-units, Longin.Proll.Heph. p.87C.
Spanish (DGE)
-ον
I métr.
1 que puede ser larga o breve de las vocales indiferenciadas δίχρονα τό τε ᾱ καὶ τὸ ῑ καὶ τὸ ῡ D.H.Comp.14.7, cf. 8, 9, 15.2, D.T.631.5, Plu.2.737e, 738a, Ter.Maur.357, S.E.M.1.100, Aristid.Quint.41.25, 78.14, Mar.Vict.31.20, Περὶ διχρόνων tít. de una obra de Hdn.Gr.
2 consistente en dos sílabas breves (πούς) Heph.3.1, del pirriquio, Longin.Prol.Heph.87, λέξις Arc.139.20, fig., del pulso del recién nacido, en que sístole y diástole son como dos breves, Ruf.Syn.Puls.4.4
•que tiene dos moras de la sílaba larga, Anon.Bellerm.1, 3, Mart.Cap.9.982.
II que se da en dos momentos distintos διχρόνους διένειμε τῷ θεῷ τιμάς atribuyó al dios honores en dos momentos distintos Heraclit.All.72.
German (Pape)
[Seite 647] zweizeitig, von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de pros. à deux temps, càd de quantité commune (longue ou brève).
Étymologie: δίς, χρόνος.
Russian (Dvoretsky)
δίχρονος:
1 (лат. anceps) могущий быть то кратким, то долгим (τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ);
2 стих. равный двум морам, т. е. долгий (sc. συλλαβή).
Greek (Liddell-Scott)
δίχρονος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ σημεία τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίχρονος, -ον)
γραμμ. (για τα φωνήεντα α, ι, υ) αυτός που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονο κι άλλοτε βραχύχρονο
νεοελλ.
1. (μετρ.) συλλαβή στον στίχο που θεωρείται άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε βραχύχρονη
2. αυτός που συντελείται σε δύο χρονικές περιόδους («δίχρονη μηχανή»)
II μσν.-νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο χρόνια
2. διχρονίτικος, διετής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρονον (και ως επίρρ.)
διάστημα δύο ετών, δύο χρόνια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από δύο βραχύχρονες συλλαβές
2. ο ισοδύναμος με δύο ενωμένους χρόνους.