δεκαδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (elru replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dekadaktylos
|Transliteration C=dekadaktylos
|Beta Code=dekada/ktulos
|Beta Code=dekada/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ten fingers long]] or [[broad]], βάλανος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>3.14</span>, cf.<span class="bibl">Ath.Mech.16.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[ten-fingered]], χεῖρες <span class="bibl">D.C.47.40</span>.</span>
|Definition=δεκαδάκτυλον,<br><span class="bld">A</span> [[ten fingers long]] or [[broad]], βάλανος Hp.''Morb.''3.14, cf.Ath.Mech.16.6.<br><span class="bld">2</span> [[ten-fingered]], χεῖρες D.C.47.40.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene diez dedos]] χεῖρες D.C.47.40.3.<br /><b class="num">2</b> [[de diez dedos]] de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.475.242 (V a.C.), cf. Hp.<i>Morb</i>.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor</i> Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' размером (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκαδάκτῠλος''': -ον, [[δέκα]] δακτύλων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] ἔχων, [[βάλανος]] Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων [[δέκα]] δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.
|lstext='''δεκαδάκτῠλος''': -ον, [[δέκα]] δακτύλων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] ἔχων, [[βάλανος]] Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων [[δέκα]] δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene diez dedos]] χεῖρες D.C.47.40.3.<br /><b class="num">2</b> [[de diez dedos]] de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.475.242 (V a.C.), cf. Hp.<i>Morb</i>.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor</i> Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκαδάκτυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> όποιος έχει [[πλάτος]] ή [[μήκος]] [[δέκα]] δακτύλων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δεκαδάκτυλα</i>, τα<br />ζώα που έχουν πόδια με [[δέκα]] δάκτυλα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκαδάκτυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> όποιος έχει [[πλάτος]] ή [[μήκος]] [[δέκα]] δακτύλων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δεκαδάκτυλα</i>, τα<br />ζώα που έχουν πόδια με [[δέκα]] δάκτυλα.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' размером (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαδάκτῠλος Medium diacritics: δεκαδάκτυλος Low diacritics: δεκαδάκτυλος Capitals: ΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dekadáktylos Transliteration B: dekadaktylos Transliteration C: dekadaktylos Beta Code: dekada/ktulos

English (LSJ)

δεκαδάκτυλον,
A ten fingers long or broad, βάλανος Hp.Morb.3.14, cf.Ath.Mech.16.6.
2 ten-fingered, χεῖρες D.C.47.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.
2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δεκαδάκτῠλος: размером (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαδάκτῠλος: -ον, δέκα δακτύλων μῆκοςπλάτος ἔχων, βάλανος Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων δέκα δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκαδάκτυλος, -ον)
1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων
2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα
ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα.