δικολύμης: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikolymis | |Transliteration C=dikolymis | ||
|Beta Code=dikolu/mhs | |Beta Code=dikolu/mhs | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῡ], ου, ὁ, [[one who destroys by lawsuits]], Com.Adesp. 859. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐκολύμης) -ου<br />[[que hace daño con los pleitos]], [[que persigue con pleitos]], como sinón de [[sicofanta]] [[ἄνθρωπος]] <i>Com.Adesp</i>.591. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκολύμης''': [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ [[συκοφάντης]], Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664). | |lstext='''δῐκολύμης''': [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ [[συκοφάντης]], Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικολύμης]], ο (Α)<br />αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]] ( | |mltxt=[[δικολύμης]], ο (Α)<br />αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]] ([[πρβλ]]. [[ιχθυολύμης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ, one who destroys by lawsuits, Com.Adesp. 859.
Spanish (DGE)
(δῐκολύμης) -ου
que hace daño con los pleitos, que persigue con pleitos, como sinón de sicofanta ἄνθρωπος Com.Adesp.591.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, nach B. A. p. 35 ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, Sykophant.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκολύμης: [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ συκοφάντης, Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664).
Greek Monolingual
δικολύμης, ο (Α)
αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω (πρβλ. ιχθυολύμης)].