κατερέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katereo
|Transliteration C=katereo
|Beta Code=katere/w
|Beta Code=katere/w
|Definition=Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. [[κατεῖπον]]: pf. [[κατείρηκα]]: —<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[speak against]], [[accuse]], τινος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.8</span>; τινὸς πρός τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 595b</span>; τινὸς ἐναντίον τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Thg.</span>125a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., [[denounce]], τινὰ πρός τινα <span class="bibl">Hdt.3.71</span>: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι <span class="title">IG</span>12.39.25. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[declare]], [[πόθεν]]… <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>6.129</span>; [[tell plainly]], κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>518</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1106</span>(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>189</span>:—Pass., [[κατειρήσεται]] [[shall be declared]], <span class="bibl">Hdt.6.69</span>.</span>
|Definition=Att. [[κατερῶ]], serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. [[κατείρηκα]]: —<br><span class="bld">A</span> [[speak against]], [[accuse]], τινος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.8; τινὸς πρός τινα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.''Thg.''125a.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[denounce]], τινὰ πρός τινα [[Herodotus|Hdt.]]3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι ''IG''12.39.25.<br><span class="bld">II</span> [[declare]], [[πόθεν]]… Pi.''Pae.''6.129; [[tell plainly]], κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη [[Herodotus|Hdt.]]5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.''Nu.''518, cf. E.''Med.''1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.''Pax''189:—Pass., [[κατειρήσεται]] [[shall be declared]], [[Herodotus|Hdt.]]6.69.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] ion. = [[κατερῶ]] (s. unten).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] ion. = [[κατερῶ]] (s. unten).
}}
{{ls
|lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. κατείρηκα·- [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος [[ἐναντίον]] τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], τινα ἢ τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. [[λέγω]] ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ [[πρός]] γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fut. ion. de</i> [[κατερῶ]].
|btext=<i>fut. ion. de</i> [[κατερῶ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερέω:''' ион. = [[κατερῶ]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατερέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> I shall [[proclaim]] ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. [[Αἴγινα]]) (Pae. 6.129)
|sltr=[[κατερέω]] I shall [[proclaim]] ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (''[[sc.]]'' [[Αἴγινα]]) (Pae. 6.129)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατερέω:''' Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ [[κατεῖπον]], παρακ. <i>κατάρηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], <i>τινός</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέω ή [[μιλώ]] με [[απλότητα]], [[εκφέρω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., <i>κατειρήσεται</i>, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατερέω:''' ион. = [[κατερῶ]].
|lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. κατείρηκα·- [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος [[ἐναντίον]] τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], τινα ἢ τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. [[λέγω]] ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ [[πρός]] γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.
}}
{{elnl
|elnltext=κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 [[κατεῖπον]] perf. κατείρηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[speak]] [[against]], [[accuse]], τινός Xen., Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[denounce]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to say or [[tell]] [[plainly]], [[speak]] out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be [[declared]], Hdt.
|mdlsjtxt=Attic κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 [[κατεῖπον]] perf. κατείρηκα<br /><b class="num">I.</b> to [[speak]] [[against]], [[accuse]], τινός Xen., Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[denounce]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to say or [[tell]] [[plainly]], [[speak]] out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be [[declared]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερέω Medium diacritics: κατερέω Low diacritics: κατερέω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kateréō Transliteration B: katereō Transliteration C: katereo Beta Code: katere/w

English (LSJ)

Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —
A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a.
2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25.
II declare, πόθεν… Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).

French (Bailly abrégé)

fut. ion. de κατερῶ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.

Russian (Dvoretsky)

κατερέω: ион. = κατερῶ.

English (Slater)

κατερέω I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)

Greek Monotonic

κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα·- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.

Middle Liddell

Attic κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 κατεῖπον perf. κατείρηκα
I. to speak against, accuse, τινός Xen., Plat.
2. c. acc. to denounce, Hdt.
II. to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.