ληκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=likythizo
|Transliteration C=likythizo
|Beta Code=lhkuqi/zw
|Beta Code=lhkuqi/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">declaim in a hollow voice, as though speaking into a</b> λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>10.13</span> P., <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.86</span> B., <span class="bibl">Poll.4.114</span>, <span class="bibl">7.182</span>: c.acc., <b class="b3">θέσεις λ</b>. [[declaim]] commonplaces, <span class="bibl">Str.13.1.54</span>.</span>
|Definition=[[declaim in a hollow voice]], [[as though speaking into a]] λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα Call.''Fr.''10.13 P., Phryn.''PS''p.86 B., Poll.4.114, 7.182: c.acc., <b class="b3">θέσεις λ.</b> [[declaim]] commonplaces, Str.13.1.54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] mit Salben, Schminken bestreichen, die man in der [[λήκυθος]] aufbewahrt; gew. übertr. von den Rednern u. Dichtern, Rednerprunk aufwenden, θέσεις ληκυθίζειν, Gemeinplätze rednerisch ausmalen, herausschmücken, Strab. XIII, 609, mit starker Stimme schreien, hervorgurgeln, vgl. Schol. Ar. Ach. 589; Poll. 4, 114; B. A. 50, 8 erkl. κοῖλόν τι [[φθέγμα]] ποιεῖν ὥςπερ εἰς ληκύθους προϊέμενοι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] mit Salben, Schminken bestreichen, die man in der [[λήκυθος]] aufbewahrt; gew. übertr. von den Rednern u. Dichtern, Rednerprunk aufwenden, θέσεις ληκυθίζειν, Gemeinplätze rednerisch ausmalen, herausschmücken, Strab. XIII, 609, mit starker Stimme schreien, hervorgurgeln, vgl. Schol. Ar. Ach. 589; Poll. 4, 114; B. A. 50, 8 erkl. κοῖλόν τι [[φθέγμα]] ποιεῖν ὥσπερ εἰς ληκύθους προϊέμενοι.
}}
{{bailly
|btext=[[enfler son style]], [[écrire en style ampoulé]].<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκῠθίζω''': μεταφορ. ἐκ τοῦ [[λήκυθος]] Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., [[μεγαλύνω]] τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, Πολυδ. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
|lstext='''ληκῠθίζω''': μεταφορ. ἐκ τοῦ [[λήκυθος]] Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., [[μεγαλύνω]] τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, Πολυδ. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=enfler son style, écrire en style ampoulé.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληκυθίζω]] (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με υπόκωφη [[φωνή]], σαν να [[μιλώ]] [[μέσα]] σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φωνασκώ]], βοώ, [[μιλώ]] με κομπασμό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκυθίζω]] θέσεις» — [[λέγω]] κοινοτοπίες ή [[μεγαλοποιώ]] τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.
|mltxt=[[ληκυθίζω]] (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με υπόκωφη [[φωνή]], σαν να [[μιλώ]] [[μέσα]] σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῦσα ληκυθίζουσα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φωνασκώ]], βοώ, [[μιλώ]] με κομπασμό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκυθίζω]] θέσεις» — [[λέγω]] κοινοτοπίες ή [[μεγαλοποιώ]] τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκυθίζω Medium diacritics: ληκυθίζω Low diacritics: ληκυθίζω Capitals: ΛΗΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: lēkythízō Transliteration B: lēkythizō Transliteration C: likythizo Beta Code: lhkuqi/zw

English (LSJ)

declaim in a hollow voice, as though speaking into a λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα Call.Fr.10.13 P., Phryn.PSp.86 B., Poll.4.114, 7.182: c.acc., θέσεις λ. declaim commonplaces, Str.13.1.54.

German (Pape)

[Seite 39] mit Salben, Schminken bestreichen, die man in der λήκυθος aufbewahrt; gew. übertr. von den Rednern u. Dichtern, Rednerprunk aufwenden, θέσεις ληκυθίζειν, Gemeinplätze rednerisch ausmalen, herausschmücken, Strab. XIII, 609, mit starker Stimme schreien, hervorgurgeln, vgl. Schol. Ar. Ach. 589; Poll. 4, 114; B. A. 50, 8 erkl. κοῖλόν τι φθέγμα ποιεῖν ὥσπερ εἰς ληκύθους προϊέμενοι.

French (Bailly abrégé)

enfler son style, écrire en style ampoulé.
Étymologie: λήκυθος.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθίζω: μεταφορ. ἐκ τοῦ λήκυθος Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., μεγαλύνω τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, Πολυδ. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκυθίζω (Α) λήκυθος
1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῦσα ληκυθίζουσα», Καλλ.)
2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό
3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» — λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.

Greek Monotonic

ληκῠθίζω: (λήκυθος II), κοσμώ με ρητορικά σχήματα, μεγαλοποιώ, σε Στράβ.

Middle Liddell

ληκῠθίζω, λήκυθος II]
to adorn rhetorically, amplify, Strab.