προσεγγίζω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proseggizo | |Transliteration C=proseggizo | ||
|Beta Code=proseggi/zw | |Beta Code=proseggi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bring near]], Luc.''Am.''53.<br><span class="bld">II</span> intr., [[approach]], AP 7.422 (Leon.), Philum.''Ven.''12.1; τοῖς τόποις [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.''Exag.''96:—Med., Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''439; [[πρός]] c.acc., ''Cat.Cod.Astr.''1.157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> approcher;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'approcher de.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐγγίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''προσεγγίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приближать]], [[сближать]] (χείλη χείλεσι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[приближаться]], [[подходить]] (τινί Diod., NT, Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι | |mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσεγγίζω''': [[φέρω]] πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[ | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[approach]], τινί Anth. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':prosegg⋯zw 普羅士-恩居索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向著-近<br />'''字義溯源''':行近,近前,近,接近;由([[πρός]])=向著)與([[ἐγγίζω]])=靠近)組成;其中 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前),而 ([[ἐγγίζω]])出自([[ἐγγύς]])=近), ([[ἐγγύς]])又出自([[ἀγρυπνία]])X*=扼喉)。註:和合本以 ([[προσφέρω]])代替 ([[προσεγγίζω]])。參讀 ([[ἐγγίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 近(1) 可2:4 | |sngr='''原文音譯''':prosegg⋯zw 普羅士-恩居索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向著-近<br />'''字義溯源''':行近,近前,近,接近;由([[πρός]])=向著)與([[ἐγγίζω]])=靠近)組成;其中 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前),而 ([[ἐγγίζω]])出自([[ἐγγύς]])=近), ([[ἐγγύς]])又出自([[ἀγρυπνία]])X*=扼喉)。註:和合本以 ([[προσφέρω]])代替 ([[προσεγγίζω]])。參讀 ([[ἐγγίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 近(1) 可2:4 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
A bring near, Luc.Am.53.
II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.
German (Pape)
[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
1 tr. approcher;
2 intr. s'approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.
Russian (Dvoretsky)
προσεγγίζω:
1 приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);
2 приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).
English (Strong)
from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.
English (Thayer)
1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.
Greek Monotonic
προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to approach, τινί Anth.
Chinese
原文音譯:prosegg⋯zw 普羅士-恩居索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-近
字義溯源:行近,近前,近,接近;由(πρός)=向著)與(ἐγγίζω)=靠近)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἐγγίζω)出自(ἐγγύς)=近), (ἐγγύς)又出自(ἀγρυπνία)X*=扼喉)。註:和合本以 (προσφέρω)代替 (προσεγγίζω)。參讀 (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 近(1) 可2:4