πτύσχλοι: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptyschloi
|Transliteration C=ptyschloi
|Beta Code=ptu/sxloi
|Beta Code=ptu/sxloi
|Definition=and πτύχλοι, οἱ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὑποδημάτιόν τι]], Phot.; [[πτύοχλον]] (leg. [[πτύσχλον]]), = [[ὑπόδημα ἀνδρεῖον]], Hsch.: cf. [[ἕπτυσχλοι]] (quod fort. legend.).</span>
|Definition=and [[πτύχλοι]], οἱ, = [[ὑποδημάτιόν τι]], Phot.; [[πτύοχλον]] (leg. [[πτύσχλον]]), = [[ὑπόδημα ἀνδρεῖον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: cf. [[ἕπτυσχλοι]] (quod fort. legend.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] ἀνδρεῑον»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὑποδημάτιόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. <i>ἕπτυσχλοι</i> «ανδρικό [[υπόδημα]] που δενόταν με [[επτά]] ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>-].
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] ἀνδρεῖον»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὑποδημάτιόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. <i>ἕπτυσχλοι</i> «ανδρικό [[υπόδημα]] που δενόταν με [[επτά]] ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύσχλοι Medium diacritics: πτύσχλοι Low diacritics: πτύσχλοι Capitals: ΠΤΥΣΧΛΟΙ
Transliteration A: ptýschloi Transliteration B: ptyschloi Transliteration C: ptyschloi Beta Code: ptu/sxloi

English (LSJ)

and πτύχλοι, οἱ, = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).

Greek (Liddell-Scott)

πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.

Greek Monolingual

οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῖον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].