τραπεζοποιός: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trapezopoios | |Transliteration C=trapezopoios | ||
|Beta Code=trapezopoio/s | |Beta Code=trapezopoio/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[τραπεζοκόμος]], [[a slave who set out the table]], IG22.2403 (Piraeus, iv B. C.), Men.''Sam.''75, Antiph.152, Philem.61 (cf. Ath.4.170d, e), S.E.''P.''1.82, Them.''Or.''4.54c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰπεζοποιός:''' ὁ [[накрывающий на стол раб]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τραπεζοκόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την [[φροντίδα]] τών βασιλικών γευμάτων, ο [[δομέστικος]] του βασιλικού τραπεζιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τραπεζοκόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την [[φροντίδα]] τών βασιλικών γευμάτων, ο [[δομέστικος]] του βασιλικού τραπεζιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = τραπεζοκόμος, a slave who set out the table, IG22.2403 (Piraeus, iv B. C.), Men.Sam.75, Antiph.152, Philem.61 (cf. Ath.4.170d, e), S.E.P.1.82, Them.Or.4.54c.
German (Pape)
[Seite 1134] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζοποιός: ὁ накрывающий на стол раб Sext.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοποιός: ὁ, ὡς τὸ τραπεζοκόμος, δοῦλος, ὁ ἐπιμελητὴς τῶν τραπεζῶν καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, ὁ παρασκευάζων τὴν τράπεζαν διὰ συμπόσια κτλ., Λατ. structor, Ἀντιφάνης ἐν «Μετοίκῳ» 1, Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 170D, κἑξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τραπεζοποιός· οὐχ ὁ μάγειρος· ἀλλ’ ὁ τῆς πάσης περὶ τὰ συμπόσια παρασκευῆς ἐπιμελούμενος».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τραπεζοκόμος
μσν.
(στο Βυζ.) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα τών βασιλικών γευμάτων, ο δομέστικος του βασιλικού τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ποιός].