ἀκκιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akkistikos
|Transliteration C=akkistikos
|Beta Code=a)kkistiko/s
|Beta Code=a)kkistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[disposed to be coy]], <span class="bibl">Eust.1727.28</span>.</span>
|Definition=ἀκκιστική, ἀκκιστικόν, [[disposed to be coy]], Eust.1727.28.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκκιστικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
|lstext='''ἀκκιστικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκκιστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἀκκίζομαι]]<br />αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀκκιστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἀκκίζομαι]]<br />αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκιστικός Medium diacritics: ἀκκιστικός Low diacritics: ακκιστικός Capitals: ΑΚΚΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akkistikós Transliteration B: akkistikos Transliteration C: akkistikos Beta Code: a)kkistiko/s

English (LSJ)

ἀκκιστική, ἀκκιστικόν, disposed to be coy, Eust.1727.28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.

German (Pape)

[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.

Greek Monolingual

ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) ἀκκίζομαι
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.