ἄσμα: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asma
|Transliteration C=asma
|Beta Code=a)/sma
|Beta Code=a)/sma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δίασμα]], <span class="title">AB</span>452; cf. [[ἄττω]].</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[δίασμα]], ''AB''452; cf. [[ἄττω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ᾆσμα]] Sud.; ἆσμα <i>EM</i> 270.18G.<br /><b class="num">1</b> en el telar [[urdimbre]], <i>AB</i> 452, Sud., <i>EM</i> l.c.<br /><b class="num">2</b> sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα [[εἴτε]] ἐπὶ τόπων [[εἴτε]] ἐν τῇ τάξι [[εἴτε]] ἐκ ασματος (<i>sic</i>) <i>PRainer Cent</i>.122.6 (V d.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ᾆσμα]] Sud.; ἆσμα <i>EM</i> 270.18G.<br /><b class="num">1</b> en el telar [[urdimbre]], <i>AB</i> 452, Sud., <i>EM</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα [[εἴτε]] ἐπὶ τόπων [[εἴτε]] ἐν τῇ τάξι [[εἴτε]] ἐκ ασματος (<i>sic</i>) <i>PRainer Cent</i>.122.6 (V d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ᾆσμα]], Α και [[ἄεισμα]])<br />το [[τραγούδι]], [[κυρίως]] λυρική ωδή ή ύμνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κείμενο]] του άσματος με τη [[μελωδία]] του<br /><b>2.</b> ο [[ψαλμός]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «[[άσμα]] ασμάτων»<br /><b>4.</b> «κύκνειον [[άσμα]]» — το τελευταίο [[πριν]] από τον θάνατό του [[έργο]] ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδ</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άδω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασμάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασματικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ασματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασματοκάμπτης]], [[ασματολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματογράφος]]].
|mltxt=το (AM [[ᾆσμα]], Α και [[ἄεισμα]])<br />το [[τραγούδι]], [[κυρίως]] λυρική ωδή ή ύμνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κείμενο]] του άσματος με τη [[μελωδία]] του<br /><b>2.</b> ο [[ψαλμός]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «[[άσμα]] ασμάτων»<br /><b>4.</b> «κύκνειον [[άσμα]]» — το τελευταίο [[πριν]] από τον θάνατό του [[έργο]] ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδ</i>-<i>μα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άδω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασμάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ασματικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ασματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασματοκάμπτης]], [[ασματολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασματογράφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσμα Medium diacritics: ἄσμα Low diacritics: άσμα Capitals: ΑΣΜΑ
Transliteration A: ásma Transliteration B: asma Transliteration C: asma Beta Code: a)/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, = δίασμα, AB452; cf. ἄττω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ᾆσμα Sud.; ἆσμα EM 270.18G.
1 en el telar urdimbre, AB 452, Sud., EM l.c.
2 sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα εἴτε ἐπὶ τόπων εἴτε ἐν τῇ τάξι εἴτε ἐκ ασματος (sic) PRainer Cent.122.6 (V d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα)
το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος
νεοελλ.
1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του
2. ο ψαλμός
3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων»
4. «κύκνειον άσμα» — το τελευταίο πριν από τον θάνατό του έργο ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδ-μα < άδω.
ΠΑΡ. αρχ. ασμάτιον
μσν.
ασματίζω
μσν.- νεοελλ.
ασματικός.
ΣΥΝΘ. ασματοποιός
αρχ.
ασματοκάμπτης, ασματολογώ
μσν.
ασματογράφος].