ἐγκυβιστάω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (1 revision imported) |
||
(5 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkyvistao | |Transliteration C=egkyvistao | ||
|Beta Code=e)gkubista/w | |Beta Code=e)gkubista/w | ||
|Definition=< | |Definition=[[plunge headlong into]], πράγμασιν Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κύβος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tirarse de cabeza]] c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.<br /><b class="num">2</b> [[precipitarse]], [[lanzarse]], [[meterse de lleno]] fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.<i>Ep</i>.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.<i>Io.Bapt</i>.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | |lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ἐγκυβιστῶ ([[ἐγκυβιστάω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[κυβιστώ]], [[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
English (LSJ)
plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.
Spanish (DGE)
1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.
Greek Monolingual
ἐγκυβιστῶ (ἐγκυβιστάω) (Α)
1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι
2. ριψοκινδυνεύω.