ἰοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iostefanos
|Transliteration C=iostefanos
|Beta Code=i)oste/fanos
|Beta Code=i)oste/fanos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[violet-crowned]], epith. of Aphrodite, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>6.18</span>, <span class="bibl">Sol.19.4</span>; of the Muses, <span class="bibl">Thgn.250</span>; esp. of Athens, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>76</span>, cf. <span class="bibl">B.5.3</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>637</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>1323</span>.</span>
|Definition=ἰοστέφανον, [[violet-crowned]], [[epithet]] of Aphrodite, ''h.Hom.''6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; especially of [[Athens]], Pi.''Fr.''76, cf. B.5.3, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''637, ''Eq.''1323.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; [[Ἀθῆναι]], Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; [[Ἀθῆναι]], Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[couronné de violettes]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[στέφανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' [[увенчанный фиалками]], [[в венке из фиалок]] ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοστέφᾰνος''': -ον, φορῶν [[στέμμα]] ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.
|lstext='''ἰοστέφᾰνος''': -ον, φορῶν [[στέμμα]] ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couronné de violettes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[στέφανος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐοστέφᾰνος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[crowned]] [[with]] violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1.
|sltr=<b>ῐοστέφᾰνος, -ον</b> [[crowned]] [[with]] violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰοστέφανος]], -ον)<br />[[τόπος]] ή [[πράγμα]] που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα [[άνθη]]», Παλαμ.<br />γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών <b>κ.λπ.</b>) [[στεφανωμένος]] με ία, [[ιοστεφής]] («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στέφανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>στέ</i>-<i>φανος</i>, <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰοστέφανος]], -ον)<br />[[τόπος]] ή [[πράγμα]] που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα [[άνθη]]», Παλαμ.<br />γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών <b>κ.λπ.</b>) [[στεφανωμένος]] με ία, [[ιοστεφής]] («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στέφανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), [[πρβλ]]. <i>αλι</i>-<i>στέ</i>-<i>φανος</i>, <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] [[στεφάνι]] από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
|lsmtext='''ἰοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] [[στεφάνι]] από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' увенчанный фиалками, в венке из фиалок ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοστέφᾰνος Medium diacritics: ἰοστέφανος Low diacritics: ιοστέφανος Capitals: ΙΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: iostéphanos Transliteration B: iostephanos Transliteration C: iostefanos Beta Code: i)oste/fanos

English (LSJ)

ἰοστέφανον, violet-crowned, epithet of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; especially of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.

German (Pape)

[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοστέφᾰνος: увенчанный фиалками, в венке из фиалок (Ἀφροδίτη HH; Κύπρις Solon ap. Plut.; Ἀθῆναι Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.

English (Slater)

ῐοστέφᾰνος, -ον crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.

Greek Monotonic

ἰοστέφᾰνος: -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.

Middle Liddell

ἰο-στέφᾰνος, ον
violet-crowned, Hhymn., Solon., etc.

English (Woodhouse)

crowned with violets

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)