οἰκοδομητός: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikodomitos
|Transliteration C=oikodomitos
|Beta Code=oi)kodomhto/s
|Beta Code=oi)kodomhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[built]], <span class="bibl">Str.3.3.7</span>, <span class="bibl">8.6.2</span>.</span>
|Definition=οἰκοδομητή, οἰκοδομητόν, [[built]], Str.3.3.7, 8.6.2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[bâti]], [[construit]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδομητός''': -ή, -όν, [[κτιστός]], Στράβ. 155, 369.
|lstext='''οἰκοδομητός''': -ή, -όν, [[κτιστός]], Στράβ. 155, 369.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bâti, construit.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδομέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδομητός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομώ]]<br />οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[οἰκοδομητός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομώ]]<br />οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομητός:''' -ή, -όν, [[κτιστός]], σε Στράβ.
|lsmtext='''οἰκοδομητός:''' -ή, -όν, [[κτιστός]], σε Στράβ.
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητός Medium diacritics: οἰκοδομητός Low diacritics: οικοδομητός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: oikodomētós Transliteration B: oikodomētos Transliteration C: oikodomitos Beta Code: oi)kodomhto/s

English (LSJ)

οἰκοδομητή, οἰκοδομητόν, built, Str.3.3.7, 8.6.2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.

Greek Monolingual

οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).

Greek Monotonic

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, σε Στράβ.