ὀρεωκόμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreokomos
|Transliteration C=oreokomos
|Beta Code=o)rewko/mos
|Beta Code=o)rewko/mos
|Definition=ὁ<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, ([[ὀρεύς]]) [[muleteer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>491</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>633</span>,<span class="title">IG</span>22.10<span class="hiitalic">B</span>4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>208b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.4.42</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>5</span>.—In codd. freq. misspelt [[ὀρεοκόμος]], as in Pl.l.c., <span class="bibl">Poll.7.183</span>, Hsch. ; the latter also cites a form [[ὀρειοκόμος]], which may be an Ep. spelling of <b class="b3">ορη(ϝ)οκόμος</b>, the older form implied by [[ὀρεωκόμος]].</span>
|Definition=ὁ<br><span class="bld">A</span>, ([[ὀρεύς]]) [[muleteer]], Ar.''Th.''491,''Fr.''633,''IG''22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.''Ly.''208b, X.''HG''5.4.42, Hyp.''Lyc.''5.—In codd. freq. misspelt [[ὀρεοκόμος]], as in Pl.l.c., Poll.7.183, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; the latter also cites a form [[ὀρειοκόμος]], which may be an Ep. spelling of <b class="b3">ὀρη(ϝ)οκόμος</b>, the older form implied by [[ὀρεωκόμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für [[ὀρεοκόμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀρεοκόμος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui soigne les mulets]], [[muletier]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεωκόμος:''' [[varia lectio|v.l.]] Arph. [[ὀρεοκόμος]] ὁ [[погонщик мулов]] Plat., Xen., Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεωκόμος''': ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν [[ἤτοι]] θεραπεύων τοὺς ὀρέας [[ἤτοι]] τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[ἐσφαλμένως]] [[ὀρεοκόμος]], ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
|lstext='''ὀρεωκόμος''': ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν [[ἤτοι]] θεραπεύων τοὺς ὀρέας [[ἤτοι]] τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[ἐσφαλμένως]] [[ὀρεοκόμος]], ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεωκόμος:''' ὁ ([[ὀρεύς]], [[κομέω]]), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ὀρεωκόμος:''' ὁ ([[ὀρεύς]], [[κομέω]]), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεωκόμος:''' v. l. Arph. [[ὀρεοκόμος]] ὁ погонщик мулов Plat., Xen., Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρεω-κόμος, ὁ, [[ὀρεύς]], [[κομέω]]<br />a [[muleteer]], Plat., Xen.
|mdlsjtxt=ὀρεω-κόμος, ὁ, [[ὀρεύς]], [[κομέω]]<br />a [[muleteer]], Plat., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεωκόμος Medium diacritics: ὀρεωκόμος Low diacritics: ορεωκόμος Capitals: ΟΡΕΩΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oreōkómos Transliteration B: oreōkomos Transliteration C: oreokomos Beta Code: o)rewko/mos

English (LSJ)


A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch.; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of ὀρη(ϝ)οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v.l. für ὀρεοκόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soigne les mulets, muletier.
Étymologie: ὀρεύς, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεωκόμος: v.l. Arph. ὀρεοκόμοςпогонщик мулов Plat., Xen., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.

Greek Monolingual

ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- του τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση της γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού ὀρη(F)οκόμος].

Greek Monotonic

ὀρεωκόμος: ὁ (ὀρεύς, κομέω), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ὀρεω-κόμος, ὁ, ὀρεύς, κομέω
a muleteer, Plat., Xen.