μαμμόθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "''111''" to "''III''") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mammothreptos | |Transliteration C=mammothreptos | ||
|Beta Code=mammo/qreptos | |Beta Code=mammo/qreptos | ||
|Definition= | |Definition=μαμμόθρεπτον, ([[μάμμη]] ''III'') [[brought up by one's grandmother]], Sch.Ar.''Ra.''1021, Aug.''in Psalm.''30; condemned by Phryn.267, cf. Poll.3.20. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαμμόθρεπτος''': -ον, ([[μάμμη]] ΙΙΙ) ὁ ἀνατραφεὶς ὑπὸ τῆς ἰδίας μάμμης [[ἤτοι]] προμήτορος «κακοαναθρεμμένος», - [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου «μαμμόθρεπτον μὴ λέγε, τηθελαδοῦν δὲ» σελ. 299. | |lstext='''μαμμόθρεπτος''': -ον, ([[μάμμη]] ΙΙΙ) ὁ ἀνατραφεὶς ὑπὸ τῆς ἰδίας μάμμης [[ἤτοι]] προμήτορος «κακοαναθρεμμένος», - [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου «μαμμόθρεπτον μὴ λέγε, τηθελαδοῦν δὲ» σελ. 299. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>von der [[Großmutter]] [[erzogen]], [[verzogen]], ein [[Muttersöhnchen]], Vetera Lexica</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
μαμμόθρεπτον, (μάμμη III) brought up by one's grandmother, Sch.Ar.Ra.1021, Aug.in Psalm.30; condemned by Phryn.267, cf. Poll.3.20.
Greek (Liddell-Scott)
μαμμόθρεπτος: -ον, (μάμμη ΙΙΙ) ὁ ἀνατραφεὶς ὑπὸ τῆς ἰδίας μάμμης ἤτοι προμήτορος «κακοαναθρεμμένος», - λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου «μαμμόθρεπτον μὴ λέγε, τηθελαδοῦν δὲ» σελ. 299.
German (Pape)
von der Großmutter erzogen, verzogen, ein Muttersöhnchen, Vetera Lexica.