άλυπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλυπος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο [[δίχως]] [[λύπη]], ο [[αμέριμνος]], ο [[απίκραντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[θλίψη]] ή πόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλυπον ἡ [[ἀλυπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας», για το [[κρασί]], [[ποτό]] που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις<br />«ἀλύπως τοῑς ἄλλοις ζῶ», ζω [[χωρίς]] να [[ενοχλώ]] τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύπη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυπία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλυπος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο [[δίχως]] [[λύπη]], ο [[αμέριμνος]], ο [[απίκραντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[θλίψη]] ή πόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλυπον ἡ [[ἀλυπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας», για το [[κρασί]], [[ποτό]] που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις<br />«ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῶ», ζω [[χωρίς]] να [[ενοχλώ]] τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύπη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυπία]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 25 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλυπος, -ον)
ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος, ο απίκραντος
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή πόνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλυπον ἡ ἀλυπία
3. φρ. «ἄλυπον ἄνθος ἀνίας», για το κρασί, ποτό που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις
«ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῶ», ζω χωρίς να ενοχλώ τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λύπη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυπία.