άμυνα: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄμυνα]])<br />[[αντίσταση]] σε [[επίθεση]], [[απόκρουση]] επίθεσης, [[υπεράσπιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]] της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών μέσων που διαθέτει [[κανείς]] για την [[απόκρουση]] εχθρών ή κινδύνου<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[δύναμη]] για [[άμυνα]], [[αμυντικότητα]]<br /><b>4.</b> η αμυντική [[γραμμή]] ενός στρατού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ενεργός]] [[άμυνα]]» — η [[άμυνα]] που δεν περιορίζεται στην [[απόκρουση]], [[αλλά]] προχωρεί και σε [[επίθεση]] (αντίθ. | |mltxt=η (Α [[ἄμυνα]])<br />[[αντίσταση]] σε [[επίθεση]], [[απόκρουση]] επίθεσης, [[υπεράσπιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]] της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών μέσων που διαθέτει [[κανείς]] για την [[απόκρουση]] εχθρών ή κινδύνου<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[δύναμη]] για [[άμυνα]], [[αμυντικότητα]]<br /><b>4.</b> η αμυντική [[γραμμή]] ενός στρατού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ενεργός]] [[άμυνα]]» — η [[άμυνα]] που δεν περιορίζεται στην [[απόκρουση]], [[αλλά]] προχωρεί και σε [[επίθεση]] (αντίθ. παθητική [[άμυνα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκδίκηση]], [[αντίποινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. [[ἀμύνω]] ([[πρβλ]]. [[εὐθύνω]] –[[εὔθυνα]], ἐρευνῶ- [[ἔρευνα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνίας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χειμάμυνα]] «χειμωνιάτικο [[πανωφόρι]]»]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[defense]]=== | |||
Afrikaans: verdediging; Albanian: mbrojtje; Arabic: دِفَاع, حِمَايَة, مُحَافَظَة, مُدَافَعَة; Armenian: պաշտպանություն; Azerbaijani: müdafiə; Belarusian: абарона, ахова; Bengali: রক্ষা, প্রতিরক্ষা; Bulgarian: защита, отбрана; Burmese: ကာကွယ်ရေး; Catalan: defensa; Chinese Cantonese: 防禦/防御; Hokkien: 防禦/防御; Mandarin: 防禦/防御; Czech: obrana; Danish: forsvar; Dutch: [[verdediging]], [[weer]]; Esperanto: defendo; Estonian: kaitse; Faroese: verja; Finnish: puolustautuminen, puolustus; French: [[défense]]; Georgian: თავდაცვა, მოგერიება; German: [[Verteidigung]], [[Wehr]]; Greek: [[άμυνα]]; Ancient Greek: [[ἄμυνα]]; Hebrew: הֲגָנָה \ הֲגַנָּה; Hindi: बचाव, रक्षा; Hungarian: védelem, védekezés, védés; Icelandic: vörn; Ido: defenso; Indonesian: pertahanan; Irish: cosaint; Italian: [[difesa]]; Japanese: 防御, 防禦; Kazakh: қорғаныс, қорғану; Khmer: ការពារ; Korean: 방어(防禦); Kurdish Central Kurdish: بەرگْری; Kyrgyz: коргонуу, коргоо; Lao: ການຫ້າມປາມ; Latvian: aizsardzība; Lithuanian: gynyba; Macedonian: одбрана; Malay: pertahanan; Maori: waonga; Mongolian Cyrillic: сэргийлэл; Norman: d'fense; Norwegian Bokmål: forsvar; Nynorsk: forsvar; Occitan: defensa; Old English: bewering; Pashto: دفاع; Persian Iranian Persian: دِفاع, پَدافَنْد, حِمایَت, مُحافَظَت, مُدافِعِه; Polish: obrona; Portuguese: [[defesa]]; Quechua: amachay; Romanian: apărare; Russian: [[оборона]], [[защита]]; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏дбрана, о̏брана; Roman: ȍdbrana, ȍbrana; Sinhalese: ආරක්ෂක; Slovak: obrana; Slovene: obramba; Spanish: [[defensa]]; Swedish: försvar; Tagalog: depensa; Tajik: дифоъ, мудофиа, ҳимоя, муҳофиза, муҳофизат; Thai: การป้องกัน; Turkish: savunma, koruma; Ukrainian: оборона, захист; Urdu: دِفاع, حِمایَت, رَکْشا, مُدافَعَت; Uyghur: ھىمايە, مۇداپىئە; Uzbek: himoya, mudofaa; Vietnamese: cái để bảo vệ, sự phòng thủ, sự phòng ngự; Yiddish: פֿאַרטיידיקונג | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:29, 24 April 2024
Greek Monolingual
η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνω –εὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].
Translations
defense
Afrikaans: verdediging; Albanian: mbrojtje; Arabic: دِفَاع, حِمَايَة, مُحَافَظَة, مُدَافَعَة; Armenian: պաշտպանություն; Azerbaijani: müdafiə; Belarusian: абарона, ахова; Bengali: রক্ষা, প্রতিরক্ষা; Bulgarian: защита, отбрана; Burmese: ကာကွယ်ရေး; Catalan: defensa; Chinese Cantonese: 防禦/防御; Hokkien: 防禦/防御; Mandarin: 防禦/防御; Czech: obrana; Danish: forsvar; Dutch: verdediging, weer; Esperanto: defendo; Estonian: kaitse; Faroese: verja; Finnish: puolustautuminen, puolustus; French: défense; Georgian: თავდაცვა, მოგერიება; German: Verteidigung, Wehr; Greek: άμυνα; Ancient Greek: ἄμυνα; Hebrew: הֲגָנָה \ הֲגַנָּה; Hindi: बचाव, रक्षा; Hungarian: védelem, védekezés, védés; Icelandic: vörn; Ido: defenso; Indonesian: pertahanan; Irish: cosaint; Italian: difesa; Japanese: 防御, 防禦; Kazakh: қорғаныс, қорғану; Khmer: ការពារ; Korean: 방어(防禦); Kurdish Central Kurdish: بەرگْری; Kyrgyz: коргонуу, коргоо; Lao: ການຫ້າມປາມ; Latvian: aizsardzība; Lithuanian: gynyba; Macedonian: одбрана; Malay: pertahanan; Maori: waonga; Mongolian Cyrillic: сэргийлэл; Norman: d'fense; Norwegian Bokmål: forsvar; Nynorsk: forsvar; Occitan: defensa; Old English: bewering; Pashto: دفاع; Persian Iranian Persian: دِفاع, پَدافَنْد, حِمایَت, مُحافَظَت, مُدافِعِه; Polish: obrona; Portuguese: defesa; Quechua: amachay; Romanian: apărare; Russian: оборона, защита; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏дбрана, о̏брана; Roman: ȍdbrana, ȍbrana; Sinhalese: ආරක්ෂක; Slovak: obrana; Slovene: obramba; Spanish: defensa; Swedish: försvar; Tagalog: depensa; Tajik: дифоъ, мудофиа, ҳимоя, муҳофиза, муҳофизат; Thai: การป้องกัน; Turkish: savunma, koruma; Ukrainian: оборона, захист; Urdu: دِفاع, حِمایَت, رَکْشا, مُدافَعَت; Uyghur: ھىمايە, مۇداپىئە; Uzbek: himoya, mudofaa; Vietnamese: cái để bảo vệ, sự phòng thủ, sự phòng ngự; Yiddish: פֿאַרטיידיקונג