εἰκονοστάσιον: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=εἰκονοστᾰ́σιον | ||
|Medium diacritics=εἰκονοστάσιον | |Medium diacritics=εἰκονοστάσιον | ||
|Low diacritics=εικονοστάσιον | |Low diacritics=εικονοστάσιον | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikonostasion | |Transliteration C=eikonostasion | ||
|Beta Code=ei)konosta/sion | |Beta Code=ei)konosta/sion | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], τό, [[shrine]], Anon.''in Rh.''78.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[iconostasio]], especie de [[capilla con imágenes o iconos]] εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.<i>in Rh</i>.78.2. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[iconostasio]], especie de [[capilla con imágenes o iconos]] εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.<i>in Rh</i>.78.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εικονοστάσιο]] και [[εικονοστάσι]], το (AM [[εἰκονοστάσιον]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες<br /><b>2.</b> το [[διάφραγμα]], το [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του [[κυρίως]] ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό [[κτίσμα]] στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται [[εικόνα]] ή εικόνες<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χώρος]] στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 10 November 2023
English (LSJ)
[ᾰ], τό, shrine, Anon.in Rh.78.2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
iconostasio, especie de capilla con imágenes o iconos εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.in Rh.78.2.
Greek Monolingual
εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.