κατασκευαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskevastos
|Transliteration C=kataskevastos
|Beta Code=kataskeuasto/s
|Beta Code=kataskeuasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[artificial]], opp. <b class="b3">αὐτοφυής, τὸ κ</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>11</span>; <b class="b3">ἡ κατασκευαστὴ δόξα</b>, opp. <b class="b3">ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια</b>, <span class="bibl">Id.1.76</span>; <b class="b3">εἰκὼν κ</b>. Plu.2.210d. Adv. <b class="b3">-τῶς</b> [[under artificial conditions]], Theon<span class="title">Intr.</span>ad <span class="bibl">Euc.<span class="title">Opt.</span>p.146</span> H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[suborned]], ἄνδρες <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1348a7</span>.</span>
|Definition=κατασκευαστή, κατασκευαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[artificial]], opp. [[αὐτοφυής]], τὸ κ. D.H.''Is.''11; <b class="b3">ἡ κατασκευαστὴ δόξα</b>, opp. <b class="b3">ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια</b>, Id.1.76; <b class="b3">εἰκὼν κ.</b> Plu.2.210d. Adv. [[κατασκευαστῶς]] = [[under artificial conditions]], Theon''Intr.''ad Euc.''Opt.''p.146 H.<br><span class="bld">2</span> [[suborned]], ἄνδρες Arist.''Oec.''1348a7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[arrangé]], [[fait avec art]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστός:'''<br /><b class="num">1</b> [[построенный]], [[сооруженный]] ([[εἰκών]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[специально подговоренный]], [[подкупленный]] ([[ἄνδρες]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκευαστός''': -ή, -όν, κατεσκευασμένος, [[τεχνητός]], μηδεμία ἔστω εἰκὼν [[μήτε]] γραπτή, [[μήτε]] πλαστή, [[μήτε]] κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «[[ἔριον]] τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, [[ὑπόβλητος]], ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. [[αὐτόμολος]] Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας [[ταῦτα]] [[αὐτόμολος]]·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ [[μετὰ]] τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», [[εἶδος]] τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.
|lstext='''κατασκευαστός''': -ή, -όν, κατεσκευασμένος, [[τεχνητός]], μηδεμία ἔστω εἰκὼν [[μήτε]] γραπτή, [[μήτε]] πλαστή, [[μήτε]] κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «[[ἔριον]] τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, [[ὑπόβλητος]], ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. [[αὐτόμολος]] Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας [[ταῦτα]] [[αὐτόμολος]]·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», [[εἶδος]] τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />arrangé, fait avec art.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστός:'''<br /><b class="num">1)</b> построенный, сооруженный ([[εἰκών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> специально подговоренный, подкупленный ([[ἄνδρες]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστός Medium diacritics: κατασκευαστός Low diacritics: κατασκευαστός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataskeuastós Transliteration B: kataskeuastos Transliteration C: kataskevastos Beta Code: kataskeuasto/s

English (LSJ)

κατασκευαστή, κατασκευαστόν,
A artificial, opp. αὐτοφυής, τὸ κ. D.H.Is.11; ἡ κατασκευαστὴ δόξα, opp. ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια, Id.1.76; εἰκὼν κ. Plu.2.210d. Adv. κατασκευαστῶς = under artificial conditions, TheonIntr.ad Euc.Opt.p.146 H.
2 suborned, ἄνδρες Arist.Oec.1348a7.

German (Pape)

[Seite 1378] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrangé, fait avec art.
Étymologie: adj. verb. de κατασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευαστός:
1 построенный, сооруженный (εἰκών Plut.);
2 специально подговоренный, подкупленный (ἄνδρες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος, τεχνητός, μηδεμία ἔστω εἰκὼν μήτε γραπτή, μήτε πλαστή, μήτε κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «ἔριον τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, ὑπόβλητος, ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. αὐτόμολος Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας ταῦτα αὐτόμολος·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», εἶδος τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατασκευαστός, -ή, -όν) κατασκευάζω
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύση
αρχ.
1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς αὐτόμολος» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκευαστόν
το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο προς το απλό και απέριττο.
επίρρ...
κατασκευαστῶς (Α)
τεχνητά.