κρηνοφύλαξ: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κρηνοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=κρηνοφύλαξ | |Medium diacritics=κρηνοφύλαξ | ||
|Low diacritics=κρηνοφύλαξ | |Low diacritics=κρηνοφύλαξ | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krinofylaks | |Transliteration C=krinofylaks | ||
|Beta Code=krhnofu/lac | |Beta Code=krhnofu/lac | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[warden of the springs]], IG11(2).159''A''61, 161 ''A''85 (Delos, iii B. C.); at Athens, [[official]] in charge of the [[κλεψύδρα]], Poll.8.113, Phot.<br><span class="bld">2</span> bronze lion [[which stood over the spring that supplied the]] [[κλεψύδρα]], Poll.l.c., Phot. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]]. | |mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ακος, ὁ, <i>der [[Wächter]], [[Aufseher]] über die [[Quellen]] und [[Brunnen]]</i>, in [[Athen]] ein [[Staatsamt]], Poll. 8.113. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A warden of the springs, IG11(2).159A61, 161 A85 (Delos, iii B. C.); at Athens, official in charge of the κλεψύδρα, Poll.8.113, Phot.
2 bronze lion which stood over the spring that supplied the κλεψύδρα, Poll.l.c., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις δημόσιος ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, Πολυδ. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ ἀξίωμα τοῦ κρηνο-φύλακος, Πολυδ. αὐτοθ. ‒ Τὸ ὄνομα τοῦτο δίδοται ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν λέοντα, ὅστις ἵστατο ὑπεράνω τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ ὕδωρ ἡ κλεψύδρα, αὐτόθι.
Greek Monolingual
κρηνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. ο φύλακας τών κρηνών
2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία της κλεψύδρας
3. ονομασία του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα.
German (Pape)
ακος, ὁ, der Wächter, Aufseher über die Quellen und Brunnen, in Athen ein Staatsamt, Poll. 8.113.