μαγευτής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mageftis
|Transliteration C=mageftis
|Beta Code=mageuth/s
|Beta Code=mageuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μάγος]], <span class="bibl">D.C.52.36</span>.</span>
|Definition=μαγευτοῦ, ὁ, = [[μάγος]], D.C.52.36.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM [[μαγευτής]], θηλ. μαγεύτρια) [[μαγεύω]]<br />[[μάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγικός]]<br /><b>2.</b> [[θελκτικός]], [[συναρπαστικός]] («η μαγεύτρα [[φύση]]»).
|mltxt=ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM [[μαγευτής]], θηλ. μαγεύτρια) [[μαγεύω]]<br />[[μάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγικός]]<br /><b>2.</b> [[θελκτικός]], [[συναρπαστικός]] («η μαγεύτρα [[φύση]]»).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[μάγος]], DC. 52.36.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγευτής Medium diacritics: μαγευτής Low diacritics: μαγευτής Capitals: ΜΑΓΕΥΤΗΣ
Transliteration A: mageutḗs Transliteration B: mageutēs Transliteration C: mageftis Beta Code: mageuth/s

English (LSJ)

μαγευτοῦ, ὁ, = μάγος, D.C.52.36.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγευτής: -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) μαγεύω
μάγος
νεοελλ.
ως επίθ.
1. μαγικός
2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση»).

German (Pape)

ὁ, = μάγος, DC. 52.36.