μυστηριακός: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mystiriakos | |Transliteration C=mystiriakos | ||
|Beta Code=musthriako/s | |Beta Code=musthriako/s | ||
|Definition= | |Definition=μυστηριακή, μυστηριακόν, = [[μυστηρικός]], Ptol. ''Tetr.''163, Sch.Ar.''Pl.''27 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
μυστηριακή, μυστηριακόν, = μυστηρικός, Ptol. Tetr.163, Sch.Ar.Pl.27 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 223] zu den Mysterien gehörig, mystisch, Schol. Ar. Plut. 27.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριακός: -ή, -όν, = μυστηρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυστηριακός, -ή, -όν) μυστήριον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα»)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης, αινιγματικός («μυστηριακές ενέργειες»)
2. φρ. «μυστηριακές θρησκείες»
θρησκειολ. αρχαίες θρησκείες στην αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, καθώς και μεταγενέστερες στη Δύση, οι οποίες είχαν θεσπίσει μυστηριακές τελετές και απόκρυφες, μυστικές λατρευτικές συνάξεις συνδεδεμένες με κάποια θεότητα, τις τύχες της οποίας αναπαρίσταναν δραματικώς
μσν.
έμπιστος.
επίρρ...
μυστηριακώς
με μυστηριακό τρόπο.