μετάδρομος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metadromos
|Transliteration C=metadromos
|Beta Code=meta/dromos
|Beta Code=meta/dromos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">running after, pursuing, taking vengeance for</b>, μ. πανουργημάτων κύνες <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1387</span> (lyr.).</span>
|Definition=μετάδρομον, [[running after]], [[pursuing]], [[taking vengeance for]], μ. πανουργημάτων κύνες S.''El.''1387 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui poursuit <i>surtout à propos de chiens de chasse</i>, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάδρομος:''' [[преследующий по пятам]] (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, [[τιμωρός]], πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
|lstext='''μετάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, [[τιμωρός]], πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui poursuit <i>surtout à propos de chiens de chasse</i>, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάδρομος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει [[πίσω]] από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που εκδικείται για [[κάτι]], ο [[εκδικητής]], ο [[τιμωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>δρομος</i>, [[παρά]]-<i>δρομος</i>)].
|mltxt=[[μετάδρομος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει [[πίσω]] από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που εκδικείται για [[κάτι]], ο [[εκδικητής]], ο [[τιμωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ([[πρβλ]]. <i>διά</i>-<i>δρομος</i>, [[παρά]]-<i>δρομος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάδρομος:''' -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''μετάδρομος:''' -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάδρομος:''' преследующий по пятам (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-δρομος, ον<br />[[running]] [[after]], [[taking]] [[vengeance]] for a [[thing]], c. gen., Soph.
|mdlsjtxt=[[μετά]]-δρομος, ον<br />[[running]] [[after]], [[taking]] [[vengeance]] for a [[thing]], c. gen., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

English (LSJ)

μετάδρομον, running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

μετάδρομος: преследующий по пятам (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях).

Greek (Liddell-Scott)

μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.

Greek Monolingual

μετάδρομος, -ον (ΑM)
1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον
2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρόμος (πρβλ. διά-δρομος, παρά-δρομος)].

Greek Monotonic

μετάδρομος: -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση για κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

μετά-δρομος, ον
running after, taking vengeance for a thing, c. gen., Soph.