μυριονταδικός: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myriontadikos | |Transliteration C=myriontadikos | ||
|Beta Code=muriontadiko/s | |Beta Code=muriontadiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μυριονταδική, μυριονταδικόν, [[of the number]] 10,000: <b class="b3">μ. διπλοῦς, τριπλοῦς</b>, etc. (''[[sc.]]'' [[ἀριθμός]]), a unit of the second (third, etc.) [[order of myriads]] (= 10,0002, 10,0003, etc.), Theo Sm.''in Ptol.''p.64 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
μυριονταδική, μυριονταδικόν, of the number 10,000: μ. διπλοῦς, τριπλοῦς, etc. (sc. ἀριθμός), a unit of the second (third, etc.) order of myriads (= 10,0002, 10,0003, etc.), Theo Sm.in Ptol.p.64 H.
German (Pape)
[Seite 219] die Zahl 10000 betreffend, Theo ad Ptolem. p. 23.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριονταδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ἀριθμὸν 10,000, Θέων εἰς Πτολεμ. σ. 23.
Greek Monolingual
μυριονταδικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες
2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» — μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002
β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» — μονάδα τρίτης τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0003 (Θέων. Σμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μυριοντάς, κατά το ἑκατοντάς.