οἰδηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oidimatodis | |Transliteration C=oidimatodis | ||
|Beta Code=oi)dhmatw/dhs | |Beta Code=oi)dhmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=οἰδηματῶδες, [[swollen]], Gal.6.752, Alex.Trall.''Febr.'' 2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
οἰδηματῶδες, swollen, Gal.6.752, Alex.Trall.Febr. 2.
German (Pape)
[Seite 297] ες, geschwulstartig, ὄγκος u. ä., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδημᾰτώδης: -ες, (εἶδος), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· οἰδηματώδης ὄγκος Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. ἥπατος ζύμωσις.
Greek Monolingual
-ες (Α οἰδηματώδης, -ῶδες) οίδημα
1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.