πέραμα: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perama
|Transliteration C=perama
|Beta Code=pe/rama
|Beta Code=pe/rama
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ferry]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>59.5</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=-ατος, τό, [[ferry]], Just.''Nov.''59.5, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρᾱμα Medium diacritics: πέραμα Low diacritics: πέραμα Capitals: ΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: pérama Transliteration B: perama Transliteration C: perama Beta Code: pe/rama

English (LSJ)

-ατος, τό, ferry, Just.Nov.59.5, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 562] τό, Ort zum Übersetzen, Überfahrt, Schol. Od. 4, 671.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱμα: τό, τόπος διαβάσεως εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, ἔξω τῶν νέων τειχῶν ἢ ἐν ἄλλοις περάμασιν Ἰουστινιαν. Νεαρ. 59, 5. 2) πέρασμα, διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ποταμοῦ, Ἀθαν. ΙΙ, 929Β. 3) ὡς καὶ νῦν πέραμα, πορθμεῖον, Θεοφάν. 353, 15., 488, 19, κλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ περώ
1. μέρος σε ποταμό ή πορθμό κατάλληλο για το πέρασμα στο απέναντι μέρος, διάβα, διαβατό
2. διάβαση, πέρασμα
3. είδος πλοιαρίου το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη, το οποίο συνήθως κινείται με κουπιά ή έλκεται με συρματόσχοινο, περαταριά
1) νεοελλ.
1. συνεκδ. η παραλία που βρίσκεται στο απέναντι μέρος
2. (ως τοπωνύμιο) Πέραμα- σημείο της πειραϊκής ακτής, όπου διενεργείται η μεταξύ του Ναυστάθμου και ξηράς επικοινωνία
μσν.
μτφ. ο θάνατος.